Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια