Ατημέλητος τύπος. Βρωμιάρης, αλήτης.
Σιγά μην τα φτιάξω μ' αυτόν τον λερέτη... άσε που νομίζω ότι δεν πλένεται!!!
Ατημέλητος τύπος. Βρωμιάρης, αλήτης.
Σιγά μην τα φτιάξω μ' αυτόν τον λερέτη... άσε που νομίζω ότι δεν πλένεται!!!
Από τη λέρα. Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
2 σχόλια
iron
από τη λέρα, μήπως;
kokis
μάλλον, στη Κύπρο λέμε λέρης