Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.
Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.
Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.
Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
2 σχόλια
patsis
Κλασικό! Παρ' όλο που είναι λεξικογραφημένο (βλ. π.χ. εδώ), παραμένει αδόκιμο και λέγεται πολύ. Από που το ρίχνει το σάλτο ο σαλταρισμένος δεν είναι σαφές αλλά πιθανότατα βουτάει προς την τρέλα.
patsis
Βλ. και σάλτα.