Έκφραση του γενικού τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο ή μέρος σώματος]" που έχει περιγραφεί επαρκώς στα σχετικά λήμματα της θείας σου ο κώλος και της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Θεωρείται μεσαίου βεληνεκούς (μικρότερου από της θείας σου τον κώλο αλλά σαφώς μεγαλύτερου από της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο) καθώς η σαφής αναφορά στο λόγω ηλικίας και μεγάλης χρήσης ξεχειλωμένο βρακολάστιχο παραπέμπει μεν στην ευαίσθητη περιοχή της γηραιάς κυρίας, αλλά το κάνει μ' έναν εύσχημο αν όχι λυρικό τρόπο. Δέον να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διχογνωμία ή αμφιβολία για το μέγεθος της μαλακίας που θέλει ο εκφέρων να καυτηριάσει.

- Ρε α' πα' κατούρα που μουτζώνεις κιόλας, παπάρα.
- Της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο ρε μπαγλαμά, που θα με πεις εσύ εμένα παπάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία