Κυριολεκτικά λυσσάω για (να φάω) ψωμί, δηλαδή πεινάω πολύ αλλά δεν έχω λεφτά να αγοράσω ούτε ψωμί να φάω. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει οικονομικές δυσκολίες (βλέπε και κάνω το σκατό μου παξιμάδι). Επιπλέον, μπορεί να δηλώνει και την εθελούσια πείνα για λόγους αδυνατίσματος.

Ουσιαστικό: η ψωμόλυσσα.

  1. - Καλά, τόσοι άνθρωποι στον κόσμο ψωμολυσσάνε κι εσύ παραγγέλνεις δυο πιάτα και δεν τρως τίποτα; Τι μαλάκας είσαι;

  2. - Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
    - Σπίτι... Αφού μου έχουν καθυστερήσει τους μισθούς κι έχω ψωμολυσσάξει να πούμε, για ταξίδια κι έξοδα είμαι τώρα...

  3. - Ρε αναίσθητε, εγώ κάνω δίαιτα και ψωμολυσσάω κι εσύ πήρες γλυκό να φας μπροστά μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία