(Από το ιταλικό rifare [=αντισταθμίζω ζημιές]): Ξανακερδίζω ό,τι έχασα, σε τυχερό παιχνίδι ή σε επιχείρηση. Μεταφορικά σημαίνει ότι έρχομαι στα ίσα μου, ότι γίνομαι πάτσι, ότι ανταποδίδω μια χάρη ή εκπληρώνω μια υποχρέωση.

  1. - Η Βραζιλία τώρα θέλει να νικήσει για να ρεφάρει την ταπεινωτική ήττα απ’ την Αργεντινή.

  2. - Τι γίνεται ρε μαλάκα; Έχουμε κανέναν μήνα να συναντηθούμε, έτσι την πουλάς την παρέα;
    - Τι λες ρε, απλώς έχω κάτι δουλειές και έχω γαμηθεί στο τρέξιμο! Θα ρεφάρω από βδομάδα που θα είμαι πιο χαλαρός... Ετοίμασε τις μπύρες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Ένα παράδειγμα ακόμη, αν μου επιτρέπεται, από το κλασικό ρεμπέτικο 'Θα σου φύγω με καιρό' - (στίχοι: Γ.Γιαννακόπουλος, μουσική: Γ.Μητσάκης)

Θα τ' αλλάξω το βιολί
θα ρεφάρω κι όπως πριν θα 'μαι στην πένα
θα τ' αλλάξω το βιολί και θα ντρέπομαι πολύ
να πονώ για μια γυναίκα σαν κι εσένα

#2
tractioner

έπαιζε συχνα σαν έκφραση την δεκαετία το 80 στις ελληνικές ταινίες με Σταμάτη Γαρδέλη κ Πάνο μιχαλόπουλο!

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Κυριολεκτικά χρησιμοποιείται μόνο στον τζόγο. Αν το πούμε με την έννοια «Ξανακερδίζω ό,τι έχασα σε επιχείρηση» έχουμε ήδη περάσει στη μεταφορική / σλαγκική χρήση.