Αυτός που ξέρει να εκτιμά τις μικρές χαρές της ζωής, π.χ. φαγητό, διασκέδαση κλπ. και ωσεκτουτού ό,τι κάνει το κάνει και λίγο λύσσα λόγω πόρωσης.

- Τι θα φάμε ρε μαν;
- Θα οργανώσει dinner-party ο μπεργκέτης ο Κώτσος φίλε, άστο πάνω του!
- Ώωρε μπεργκέτια!!

Βλ. και σχετικό λήμμα μπέργκετ, μπερ(ε)κέτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Nakas

Ο όρος χρησιμοποιείται και υποτιμητικά όμως για τον ανίκανο και τον ψεύτικο (μπερεκεντές). Έχω συναντήσει το μπερεκέτι να σημαίνει και κόσμημα, πετράδι.