Ρουμάνικης προέλευσης. Αρχικώς ο χυλός από σιμιγδάλι ή άλλο (φθηνό) αλεύρι. Γνωστό και ως Κατσαμάκι στην Μακεδονία, την Θράκη αλλά και στην Βουλγαρία. Πιο τρέντυ ως Πολέντα.
Μεταφορικώς το χρήμα, το κέρδος.

- Να κάνουμε αυτή τη δουλειά;
- Ναι, αλλά έχει μαμαλίγκα η υπόθεση, ή τζάμπα μιλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Κατσαμάκι σε διήγημα του Παπαδιαμάντη («Το ενιαύσιον θύμα», στις σελίδες του Σαραντάκου), με τη σημασία του ελιγμού, της τρίπλας. Προσωπικά δέν θυμάμαι να τό 'χω ακούσει ούτε έτσι ούτε αλλιώς.

#2
HODJAS

Στη μαμαλίγκα αναφέρεται κι ο Καρκαβίτσας στον μνημειώδη «Ζητιάνο» του, που περιδιάβαινε τα χωριά της Στερεάς & Ηπειροθεσσαλίας. Πολέντα λέγονταν παραδοσιακά σε Κρήτη (όπου λέγεται ακόμα) & Πάτρα-Ιόνιο.

Κατσαμάκια, το οποίον έχει να κάνει με την παρασκευή τυροκομικών (και μτφ. τσαλιμάκια-πουστίτσες-μικροαπατεωνιές), λέγονταν στην Κεντρική & Βόρεια Ελλάδα και το χρησιμοποιεί κι ο Σαλονικοθρεμμένος Ηλίας Πετρόπουλος.