Στρατοπεδεύω, κατασκηνώνω, την πέφτω, αράζω. Στην ποδοσφαιρική (της αλάνας, όχι την κανονική που έχει οφσάιντ) στήνω τσαντίρι σημαίνει περιμένω κοντά στην εστία της αντίπαλης ομάδας την πάσα ή τη σέντρα για να το χώσω το γκολάκι.

Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ο τσαντιρούχος δεν είναι και εντελώς ευπρόσδεκτος...

  1. - Τι θα γίνει, ρε Μαρίτσα; Η μάνα σου έχει στήσει τσαντίρι 20 μέρες τώρα. Πότε θα ξεκουμπιστεί να ησυχάσει το κεφάλι μας;
    - Ναι, άσχημα σου 'πεσε αχαΐρευτε που σου μαγειρεύει κάθε μέρα.

  2. - Γκοοοοολ!
    - Δε στρέχει! Είχες στήσει τσαντίρι και περίμενες, Γιωργάκη. Δεν είναι δίκαιο.

Κανονίστε, δεν είμαστε τσαντίρι. (από Galadriel, 25/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
btw

συνώνυμο του "στήνω τσαντίρι" είναι το "στήνω το τσαρδί μου ή το τσαρδάκι μου".