Σoν στα Τούρκικα σημαίνει τελείως (τελείως ό,τι να 'ναι κι έτσι).
Παράγωγα: σόνοση, σόνατα, κορασόν.

- Καλά μαλάκα σον! Χτες γαμήθηκα με τον Βλαδίμηρο!
- Πώπω μαλάκα χέσε με άγρια... Πως ήταν; Σονάτα του σεληνόφωτος κι έτσι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
deinosavros

Τελευταίος = sonuncu, son.
Οταν συντάσσεται με ουσιαστικό, χρησιμοποιείται το son, πχ son tren = τελευταίο τραίνο.

#2
HODJAS

Absurdum: Ο Τελευταίος Πέν ( = ο πενούλτιμος).

#3
jesus

όταν τα λέω εγώ αυτά λες ότι είναι στα όρια της ευφυΐας όμως.

#4
gaidouragathos

Χαχαχχχ, όχι ρε συ...absurdum; μήπως είναι κυκλικός συλλογισμός;

Μήπως να κοιταχτώ;
Να μου πάρουν αίμα;

#5
iron

καλά, μια μαλακία είπε ο άτομος και το κάνατε θέμα. :Ρ

#6
gaidouragathos

Γιατί ρε άιρον, εμένα η σονάτα μ αρέσει...

#7
deinosavros

Πού έχω μπλέξει ρε πούστη μου...σώνει πιά...

#8
gaidouragathos

...σωνj κ καλά...

#9
iron

θέμου, σώςτους μέρες πόναι, κάνε το θαύμα σου γιατί καίγονται...

#10
jesus

σως σον κύριε τον λαόν σου

#11
PUNKELISD

Γιατί, τον τελευταίο Κόνερι που τον βάζεις;..
(τι δηλαδή, να μη πω κι εγώ τη μαλακία μου;)

#12
deinosavros

Κάτσε βρε Πανκελή μου, πρέπει οπωσδήποτε να τον βάλω κάπου ; Κι άμα δε θέλω, ή άμα δε χωράει ;