Το κουνούπι, στα καλιαρντά.

Ετυμολογία: βίδα, μπλάντι (= αίμα) και ρουφώ.

- Νάκα αβέλουμε τούφες και να αφήνουμε τις βιδομπλαντορούφες να μας πίνουνε το μπλάντι (= Δεν κοιμόμαστε για να αφήσουμε τα κουνούπια να μας πίνουν το αίμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Άλλο ένα παράδειγμα της επιτήδευσης στη καλιαρντική λεξιπλασία, τόσο που με κάνει να αμφιβάλλω πόσο εκτεταμένη είναι η χρήση αυτών των λέξεων. Αλλά αυτά τα έχουμε πει και αλλού.