Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει πουτσίζω. Ακούγεται σαν το ραπίζω και τότε παραπέμπει σε πουτσοσκάμπιλο, ας πούμε. Ακούγεται σαν το βουρτσίζω και τότε θυμίζει το ότι μπερδέψαμε την πούτσα με την βούρτσα. Και λοιπά. Πάντως είναι κάτι το τρομακτικό, προφανώς. Γιατί την πούτσισες μόνο όταν έχεις βρεθεί σε απόλυτο αδιέξοδο με οδυνηρές συνέπειες. Οι λοιπές ή συμπληρωματικές ερμηνείες ανήκουν στον μαστρο-Φρόυντ.

- Μαλάκα, την πουτσίσαμε, έρχονται οι γέροι σου!
- Γρήγορα, βγες έξω στο μπαλκόνι!
- Κι αν δεν φύγουν αμέσως πάλι;
- Ε, τότε, μεγάλε, την πούτσισες, θα κάτσεις έξω όλη νύχτα...

Δες και τη γάμησες, ψωλιάζω κάποιον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Ε, προφανώς το την πούτσισα σημαίνει την γάμησα, και το νόημα είναι το ίδιο: με ψωλιάσανε δηλαδή.

#2
jesus

απαντάται κ ως μεταβατικό: πουτσίζω κάποιον, συνώνυμο του ψωλιάζω.

#3
vasvas

we dick it !

#4
johnblack

τυπικά ελλειπτική έκφραση, πιθανόν ο χαμένος κρίκος να είναι κάτι του τύπου «την κωλοτρυπίδα μου» , πιο απλά: έφαγα ψωλιά στον κώλο

#5
johnblack

εννοείται το ίδιο ισχύει για το τη γαμήσαμε (τη σούφρα μας). Τώρα στο εξίσου κλάσικ-ρετρό τη βάψαμε μπορούμε επίσης να εννοήσουμε τη σούφρα, εφόσον το βάψιμο θεωρηθεί είδος βρεξίματος