Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Βλ. γκαυλοράπανο / γκαβλοράπανο, καυλοράπανο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Δύσκολη λέξη. Υπάρχουν ήδη δυο ορισμοί στο λήμμα καυλοράπανο και τώρα υπάρχει και αυτός που ανέβασε ο John Kar. Και οι τρεις είναι διαφορετικοί μεταξύ τους. Προσωπικά, το μόνο για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι αναφέρεται σε γκόμενα ξεψώλι σ'ένα στυλ "σας παρακαλώ, μπορεί να με γαμήσει κάποιος, όποιος νάναι, το συντομότερο δυνατό". Αλλά, δεν είναι απαραίτητα νεαρή, δεν είναι απαραίτητα κοντή, δεν έχει απαραίτητα ωραίο σώμα και δεν είναι απαραίτητα όμορφη. Αν είναι κάτι, είναι η θηλυκή εκδοχή του καβλιάγγουρα, λήμμα που επίσης έχει ανεβάσει ο John ο οποίος όμως, φαντάζομαι, δεν θα συμφωνήσει. Α, ναι, για κάποιο λόγο, έχω και την εντύπωση ότι ένα καυλοράπανο έχει και σπυριά (καυλόσπυρα;), ή τουλάχιστον άσχημο δέρμα. Τι σχέση έχει με τα ρεπάνια, δεν έχω ιδέα. Αλλά, πάντα θεωρούσα ότι η αναφορά είναι στα μεγάλα, μάλλον άχαρα, άσπρα ρεπάνια και όχι στα μικρά τροφαντά ραπανάκια.

#2
iron

Νομίζω ότι η πρώτη σημασία της λέξης δεν είναι σλανγκ. Αν γνωρίζω σωστά, οι παλιοί, οι αγρότες, οι θείες κλπ, την χρησιμοποιούσαν αβέρτα. Προέρχεται μάλλον από το αρχαίο 'καυλός' που σημαίνει «βλαστός» (Ετυμολογικό λεξικό Ανδριώτη 1988), δηλ. το στέλεχος (κοτσάνι) του φυτού ή του φτερού (αντιλεξικό Βοσταντζόγλου).

Δείτε εδώ όμως κάτι πολύ ενδιαφέρον:

Καυλός, ο: κοτσάνι των φυτών
η άκρα του δόρατος του εισερχομένου εις την επιδορατίδα
η λαβή του ξίφους
το καλάμι των πτερών
το αιδοίον του ανδρός (εδώ σας θέλω)
η ουρά των ζώων

Όλ' αυτά τα συγκλονιστικά, από το 'Επίτομον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης' του Δημητρίου Σ. Ζαλούχου, έκδοση του 1899 παρακαλώ.

Ακολουθεί η σχετική εικόνα

#3
poniroskylo

ironick, θενξ, πάρα πολύ καλό και διαφωτιστικό. Αν κατάλαβα καλά, αυτό που λες είναι ότι το καβλοράπανο ετυμολογείται από το καυλός+ρεπάνι και ότι παλιότερα οι αγρότες κλπ χρησιμοποιούσαν τη λέξη αναφερόμενοι στο κοτσάνι του ρεπανιού.

Μπορούμε, νομίζεις, να συνάγουμε απ' αυτό ότι όταν αρχικά η λέξη καβλοράπανο χρησιμοποιήθηκε για γκόμενα σκοπός του ποιητή ήταν να την παρομοιάσει με κοτσάνι ρεπανιού; Αυτό θα βοηθούσε.

Μου μένει, βέβαια, η αρχική μου απορία. Στην τρέχουσα αργκό, τι είδους γκόμενα χαρακτηρίζει συνηθέστερα/επικρατέστερα η λέξη καβλοράπανο;

#4
iron

... Δεν νομίζω, πονηρόσκυλο, να εννοούσε ο ποιητής ότι η γκόμενα μοιάζει με κοτσάνι! Μάλλον ήθελε να μιλήσει για κάτι πολύ φρέσκο και επίσης μη πλήρως διαμορφωμένο. Αυτό που καταλαβαίνω είναι πως αναφερόμαστε σε φρέσκο κοτσάνι, μικρό, που μόλις έχει βλαστήσει. Κάτι που αντιστοιχεί σε λολίτα.

Με το ίδιο νόημα νομίζω πως χρησιμοποιούμε και μεις τη λέξη.

#5
poniroskylo

Βεβαίως, είναι πολύ λογική ερμηνεία. Και συνηγορεί υπέρ του ορισμού του John Kar και όχι υπέρ αυτών εδώ. Το δικό μου το μπέρδεμα οφείλεται στο ότι σχεδόν κάθε φορά που ακούω τη λέξη αναφέρεται σε μικρές, ναι, προκλητικές, ναι, αλλά και άσχημες που δεν θα τις χαρακτήριζες λολίτες διοτι, νομίζω, λολίτα+άσχημη=οξύμωρο. Αλλά, μπορεί να είναι και συγκυριακή γκαντεμιά. Αν και μετά από αυτή την χρήσιμη συζήτηση και σε συνδυασμό με τις προηγούμενες παραστάσεις μου τείνω προς το λολίτα+άσχημη=καυλοράπανο

#6
Galadriel

Έμφαση στο ραπανάκι ως ορεκτικό. Η κοντή στρουμπούλω τούμπανο είναι το ορεκτικόν του πέους πριν προχωρήσει στο κυρίως θέμα με καμια αλόγα. Πουτσομεζές. Αατα.

#7
dryhammer

Αντλώντας από το μαμαδίστικο «είναι μια ραπάνα (αυτή)...» για κοριτσάκια (ηλικίας κάτω των 10) με χαρακτηριστικό θράσος και επιμονή, με τσαμπουκά μπορώ να πω, το καυλοράπανο με παραπέμπει μάλλον σε θρασεία έφηβη, εκεί που τό θράσος σκεπάζει την άγνοια, παρά σε κάτι το πιό σεξουαλικό, παρόλο που μιά έφηβη με θράσος είναι σεξουαλικότατη από μόνη της ανεξαρτήτως κατασκευής.