Διαλύω μία σχέση, χωρίζω με τη/τον γκόμενα/-ο.

Υπονοείται σαφώς ότι εγώ πήρα την πρωτοβουλία και χειρίσθηκα το θέμα με την δέουσα αποφασιστικότητα.

Συνήθως απαντάται σε χρόνους μελλοντικούς π.χ. θα τον στείλω, ετοιμάζομαι να την στείλω ή παρελθοντικούς π.χ. την έστειλα, τον έχω στείλει εδώ κι ένα τρίμηνο και βρήκα την υγειά μου. Η χρήση στον ενεστώτα είναι σπάνια - αν και το παράδειγμα 2 είναι πραγματικό.

Σχετικά λήμματα: δίνω τα βάγια, σέντρα σουτ, σιχτίρ πιλάφι, σουτάρω, τζάζω.

  1. - Η Φιφή μας τελείωσε. Την έστειλα. Είχε παράλογες απαιτήσεις.
    - Τι απαιτήσεις;
    - Ε, ξέρεις, να βγαίνουμε, να μιλάμε... Και με το βεβαρυμένο αγωνιστικό πρόγραμμα που είχα στο pro η σχέση οδηγήθηκε μοιραία σε αδιέξοδο. Ωραίο μωρό αλλά, πραγματικά, δεν είχα καθόλου χρόνο.

  2. - Παιδιά, μη μου βγάλετε φύλλο τρεις-τέσσερις γύρους. Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Απλώς, τώρα μού 'στειλε sms η Γιάννα και είναι από κάτω με το αυτοκίνητο... Λοιπόν, κατεβαίνω, τη στέλνω και επιστρέφω δριμύτερος εντός δέκα, OK;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Στο παράδειγμα 2 όμως το στέλνω έχει τη σημασία του διώχνω και όχι του χωρίζω.

#2
poniroskylo

Αρχηγέ, όχι. Πίστεψε με. Δεν την έδιωξε απλώς, στο στυλ «φύγε τώρα μανίτσα μου που έχω μια δουλειά και θα τα πούμε αύριο». Όχι. Την χώρισε. Διέλυσε την σχέση. Της έδωσε τα βάγια. Με άλλα λόγια, την έστειλε. Υπάρχουν και τέτοιοι τύποι.

#3
acg

Εννοεις τυποι που εχουν ξεκαθαρισμενες προτεραιοτητες. Ωραιο πραμα ειναι αυτο.