Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.

- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

μήπως έχει να κάνει με το κάψιμο;
γενικά απαντούν όλα τα συνώνυμα κ οι συναφείς έννοιες, πχ καίγομαι, τσουρουφλίζομαι, γίνομαι παρανάλωμα, γιατί όχι και το αρπάζω.
κ το έχω πάρει σασί, βέβαια ακούγεται πειστικό, αλλά δεν γνώριζα την εκδοχή αρπάζω σασί.

#2
Επισκέπτης

νομιζω πως παρολο που η αποδοση ειναι σωστη,η ετυμολογικη αναλυση ειναι λαθος.Για τα τρακαρισμενα λεμε συνηθως «πηρε σασι» και οχι «αρπαξε σασι»...Το «αρπαγμα» εχει να κανει με υψηλες θερμοκρασιες που προκαλουν ζημια σε μεταλλα η τροφιμα...πχ ενα πιστονι που δεν λιπαινεται καλα.

#3
iron

και ο πολύ θυμωμένος, ο παρμένος.