Κάτι που είναι trendy, κάτι που είναι στη μόδα, κάτι που πρέπει να κάνεις έτσι απλά. Προέρχεται από το Αγγλικό must που σημαίνει πρέπει. Έτσι λοιπόν σήμερα είναι μαστ να πας διακοπές στη Μύκονο, να φοράς ακριβά επώνυμα ρούχα, να πηγαίνεις στο Μέγαρο και ακόμα περισσότερο μαστ να πηγαίνεις με τον παίδαρο.

Πρέπει να πάμε Ρέμο οπωσδήποτε... είναι μαστ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία