Έκφραση η οποία αναφέρεται σε ακριβές, συνήθως χωρίς λόγο, τιμές.

Βασίζεται στις ακριβές τιμές που συναντάμε συνήθως στα πλοία, αλλά εκφράζει παράλληλα και την χαμηλή ποιότητα.

Αυτό συμβαίνει διότι παλαιότερα στα πλοία ο καφές ήταν απλά ανακατεμένος, όχι χτυπημένος, για λόγους ευκολίας.

(Παρέα που βρίσκεται σε πλοίο, πηγαίνοντας διακοπές, πληρώνει με μεγάλη έκπληξη τον φραπέ της 5 €, σε πλαστικό ποτήρι.)

- Καλά ρε ... 5 € τον καφέ σε πλαστικό;
- Άσ' τα αδελφέ ... βαπορίσιο τον πληρώσαμε...

(από Vrastaman, 04/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iwn

Λέγεται και καραβίσιος,( εκτός κι αν περιέχει γάλα βαπορίσιο) :))

#2
johnblack

Και πιο απλά βαπόρι

Αν θες μαύρα τριαντάφυλλα, να ξες οτι είναι εισαγόμενα και θα τα πληρώσεις βαπόρι.

#3
Vrastaman

Αξίζει ν' ανέβει αυτοτελώς.

#4
johnblack

Βράστα μάλλον έχεις δίκιο... Ο υπάρχων ορισμός περιέχει ουκ ολίγα λάθη και ανακρίβειες.

α. Οι ακριβές τιμές στις οποίες αναφέρεται η έκφραση δεν είναι καθόλου άνευ λόγου. Ίσα-ίσα, είναι απόλυτα δικαιολογημένες διότι τα εν λόγω προϊόντα είναι εισαγόμενα. Άλλο το αν για κάποιους λόγους τα εισαγόμενα είναι ενίοτε πιο φθηνά απο τα εγχώρια. Αυτό, ακόμη κι αν σήμερα συμβαίνει κατά κόρον, εξακολουθεί να αποτελεί τρόπον τινά την εξαίρεση. Ο κανόνας λέει απλά πως ό,τι έρχεται απο μακριά είναι πιο ακριβό λόγω του επιπρόσθετου κόστους μεταφοράς.

β. Αυτό ακριβώς (εισαγόμενος) σημαίνει κατά κυριολεξία η λέξη βαπορίσιος. Παραδοσιακά, όλα τα εισαγόμενα αγαθά κατέφταναν με το βαπόρι. Η θαλάσσια οδός αποτέλεσε διαχρονικά την πλέον προνομιακή εμπορική οδό. Μέχρι πολύ πρόσφατα οι χερσαίες μεταφορές ήταν εξαιρετικά χρονοβόρες και οικονομικά εντελώς ασύμφορες, εκτός αν αφορούσαν πολύτιμα αγαθά μικρού όγκου π.χ. μπαχαρικά. Βαπορίσιο λεπόν δεν είναι αυτό που πουλιέται εν πλω στα επιβατηγά πλοία (αν είναι δυναμόν!) αλλά αυτό που μεταφέρεται ως εμπόρευμα με φορτηγά πλοία.

γ. Καθόλου δεν υποδηλώνει το επίθετο βαπορίσιος την χαμηλή ποιότητα. Τουναντίον, όπως φαίνεται και απο το παράδειγμά μου, τα βαπορίσια αγαθά είναι συνήθως άλφα-άλφα.

δ. Καμία σχέση δεν υπάρχει ανάμεσα στο βαπορίσιο ως εισαγόμενο και άρα ακριβό λόγω κόστους μεταφοράς και στον βαπορίσιο καφέ που (σε οποιοδήποτε πλοίο) παρασκευάζεται δι' απλού ανακατέματος λόγω ελλείψεως σχετικών συμπραγκάλων. Βαπορίσιο καφέ (αχτύπητο) μπορείς να πιείς και στο σπίτι σου, π.χ. εγώ έτσι πάντα τον πίνω λόγω βαρεμάρας (που να χτυπάς και να χτυπιέσαι τώρα...)

#5
Galadriel

Δε στέκει αυτό περί εισαγόμενου βαπορίσιου, βαπόρι μπορεί να είναι και αυτό που πάει στην Αίγινα και σερβίρει τον νεσκαφέ ένα δεκάρικο επειδή σε έχει μαντρωμένο (άμα θες πάρε απ' αλλού) και γραμμένο και σταρχίδια του (άμα δε σ' αρέσει μην ξαναπεράσεις από το μαγαζί).

#6
poniroskylo

Μια ανάλογη συζήτηση είχε γίνει και στο λήμμα καραβίσιος.

Ασφαλώς, οι χρήσεις των λέξεων ποικίλλουν σε διάφορα περιβάλλοντα και αλλάζουν και με τον χρόνο αλλά, προσωπικά δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να επαναλάβω τις χρήσεις που ξέρω από χρόνια και που τις ακούω να λέγονται ακόμη. Ήτοι:

Καραβίσιος, σε τα μας, είναι ο κρύος καφές νες που γίνεται χωρίς ζάχαρη και χωρίς χτύπημα - είναι ο πιο πρόχειρος τρόπος να φτιάξεις καφέ ένεκα ότι, και καλά, στις βάρκες και τα καΐκια επουσιώδη όπως ζάχαρη, κουταλάκια και καμινέτα δεν χρειάζονται. Η υπερβολή είναι τεράστια αλλά η βάση παραμένει: ο χαρακτηρισμός καραβίσιος αναφέρεται στην μέθοδο παρασκευής και όχι στην τιμή.

Σημειώνω ότι μια σκάλα πάνω από τον καραβίσιο είναι ο κουταλάτος που έχει καταγράψει ο electron.

Βαπορίσιος, και πάλι σε τα μας, είναι ο υπέρ το δέον ακριβός καφές - και κατ' επέκταση το κάθε προϊόν στο οποίο γίνεται αισχροκέρδεια. Τα κυλικεία των βαποριών της ακτοπλοΐας κατείχαν δεσπόζουσα μονοπωλιακή θέση για όση ώρα κρατούσε το ταξίδι και φυσικά υπερχρέωναν - απλά οικονομικά. Έχω την αίσθηση ότι η αναφορά είναι σε παλαιότερες εποχές - οι καφέδες που έχω πιεί τα τελευταία χρόνια εν πλω δεν ήταν φρικιαστικά ακριβοί και η αισχροκέρδεια αυτής της μορφής έχει πια μεταφερθεί στα μπαρ των αεροδρομίων, όπου, τηρουμένων των αναλογιών, επικρατούν επίσης μονοπωλιακές συνθήκες. Όπως και νάχει, η βάση παραμένει: ο χαρακτηρισμός βαπορίσιος αναφέρεται στην τιμή πώλησης και όχι στον τρόπο παρασκευής.

Γνωρίζω ότι οι δυο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνται κι αλλιώς και, φυσικά, αυτές οι άλλες χρήσεις δεν είναι λάθος - απλώς δεν είναι αυτές που ξέρω και για τις οποίες είμαι σίγουρος. Π.χ. η Βικιπαίδεια προτείνει μια άλλη εκδοχή για την παρασκευή του καραβίσιου καφέ:

Παλαιότερα συνηθίζονταν να λέγεται καραβίσιος καφές ή βαπορίσιος ο ελληνικός καφές που σερβιρίζονταν στα πλοία με την έννοια του πολύ βρασμένου. Αυτό πράγματι συνέβαινε κυρίως όταν επικρατούσε κλυδωνισμός του σκάφους όπου ο μάγειρας ήταν αναγκασμένος με το ένα χέρι να κρατιέται από κάποιο στήριγμα και με το άλλο να κρατά το μπρίκι του καφέ στο μάτι της κουζίνας για να μη μετακινείται. Αυτό είχε ως συνέπεια να πηγαινοέρχεται το μπρίκι από το χέρι του μάγειρα πάνω στο μάτι της κουζίνας ή της φλόγας με αποτέλεσμα ο καφές να βράζει και να ξαναβράζει. Εξ ου και «καραβίσιος καφές» ο περισσότερο βρασμένος καφές που βεβαίως δεν έχει πλέον καϊμάκι.

Δεν διαφεύγει δε της προσοχής ότι η Βίκυ χρησιμοποιεί και τον όρο βαπορίσιος, ως συνώνυμο του καραβίσιος αναφερόμενη και στον τρόπο παρασκευής. Όπως και πρέπει να σημειωθεί ότι η Βίκυ συνεχίζει λέγοντας ότι:

Σήμερα ως «καραβίσιος καφές» καθιερώθηκε να χαρακτηρίζεται και οποιοσδήποτε καφές που σερβίρεται με «τσουχτερή» τιμή, αντίστοιχα μ΄ εκείνους που σερβίρονται στα πλοία, αεροδρόμια και τουριστικούς χώρους, π.χ. «τον πληρώσαμε καραβίσιο».

Και ο John Kar αυτό υιοθετεί στο λήμμα καραβίσιος, απ' όπου και ξεκινήσαμε.

Τέλος, η ερμηνεία που δίνει ο johnblack, ότι το βαπορίσιο έγινε συνώνυμο του ακριβού επειδή τα εισαγόμενα ερχόνταν με το βαπόρι και τα εισαγόμενα ήταν ακριβά, είναι ενδιαφέρουσα. Δεν την έχω συναντήσει αλλού και αναρωτιέμαι αν είναι προσωπική του ερμηνεία ή πιο διαδεδομένη. Σε κάθε περίπτωση, κάποια παραδείγματα χρήσεων που να στηρίζουν αυτή την ερμηνεία θα ήταν καλοδεχούμενα. Πρέπει να πω ότι την αντιμετωπίζω επιφυλακτικά για τρεις λόγους:

α. γιατί οι χαρακτηρισμοί βαπορίσιος (και καραβίσιος) αναφέρονται πρωτίστως στον καφέ και από κει επεκτάθηκαν και σε άλλα είδη, όχι το αντίστροφο - μια περιήγηση στο γκουγκλ δείχνει ότι οι λέξεις βαπορίσιος (καραβίσιος) και καφές πάνε πακέτο.
β. γιατί με τα βαπόρια έρχονταν και είδη φτηνά ή φτηνότερα από τα ντόπια - π.χ. κατεψυγμένα κρέατα
γ. γιατί και στο κάθε ένα είδος που έφερναν τα βαπόρια υπήρχαν διαβαθμίσεις τιμής - δεν στέκει και το ακριβό ξένο πράμα και το bon pour l'Orient να λέγονται και τα δυο βαπορίσια επειδή είναι εισαγόμενα και ήρθαν με βαπόρι.

Ένα τελευταίο. Και πάλι θέμα χρήσεων που διαφέρουν είναι αλλά το θα το πληρώσεις βαπόρι που αναφέρεται παραπάνω για μένα δεν είναι το ίδιο με το θα το πληρώσεις βαπορίσιο. Το μεν τελευταίο το εξαντλήσαμε, το δε θα το πληρώσεις βαπόρι σημαίνει θα το πληρώσεις τόσο ακριβά που είναι σα να αγοράζεις βαπόρι.

Τέσπα, τα βαπόρια προφανώς προσφέρονται για υπερβολές - Μέγας Ανατολικός κιετσ'

#7
HODJAS

Είναι παμπάλαια έκφραση και νομίζω οτι αναφέρεται περισσότερο στην ποιότητα και λιγότερο στην τιμή του καφέ.

Σε κάποια παλιά ελληνική ταινία (μάλλον «Η δε Γυνή» κλπ), η κιουρία οικοδέσποινα προσφέρθηκε να φτιάξει με τα κουλαδάκια της τον καφέο στην καλεσμένη της, και να μην αναθέσει την υποτιμητική αυτήν εργασία, στο δουλικό, γιατί αυτή έκανε (λέει) τον καφέ παπορίσιο...

Βέβαια σήμερα έχει και την σημασία της αναντιστοιχίας ποιότητας - αντιτίμου για οποιοδήποτε αγαθό, αλλά τί σκατά σήμαινε βαπορίσ(ι)ος ή παπορίσ(ι)ος καφές;

Να ήταν ετοιματζήδικος, τύπου instant coffee, όπως λέει και ο ορισμός;

Ούτως ή άλλως, τα πληρώματα των πλοίων δεν απολαμβάνουν την ποιότητα ούτε του καφέ (ξεθυμαίνει, η δεσπέντζα και το καρρέ ζέχνουν και πού να τον φτιάξεις ή να τον πιείς), ούτε του φαγητού (ή ο μάγειρας είναι ψυχανώμαλος ή φτιάχνει εκλεκτά φαγητά μόνο για τον πρώτο και τον γραμματικό, οι συνθήκες συντήρησης + προετοιμασίας των τροφίμων είναι για το μπούτσο κλπ-κλπ), ούτε και του καπνού (χαλάει απο την υγρασία), ούτε φυσικά του ετέρου φύλου...

Κανας εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσών γερομπαμπαλής στην παρέα;

#8
HODJAS

Ρε πστ, πρωθύστερα μπήκε...
;-)

#9
johnblack

Καταρχήν, ωριαία (sic) συζήτα, ας είναι καλά ο βράστας που έδωσε το έναυσμα.

Μιλάμε όμως ανάκατα για τρείς διαφορετικές εκφράσεις: α) βαπορίσιο (γραμματικώς επιθετικός προσδιορισμός), με την έννοια του πολύ ακριβού.
β) βαπόρι, (γραμματικώς επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου ή/και του ποσού αν δεν απατώμαι), πάλι με την έννοια του πολύ ακριβού.
γ) βαπορίσιος ή καραβίσιος καφές, αποκλειστικώς με την έννοια του προχείρως παρεσκευασμένου. Αυτή η χρήση ουδεμία σχέση έχει με τις δύο προηγούμενες, όπως σωστά επισημαίνει το πονηρό. Εδώ νομίζω πως συμφωνούμε όλοι και πως περαιτέρω ανάλυση περιττεύει.

Ο χαρακτηρισμός βαπορίσιος αναφέρεται προφ στην τιμή πώλησης, όπως πάλι σωστά επισημαίνει το πονηρό, το θέμα ωστόσο έγκειται στην απώτερη προέλευση της έκφρασης. Το πώς δηλ. κατέληξε να θεωρείται ακριβό το σχετιζόμενο με τα καράβια. Και ποιά είναι τελοσπάντων αυτά τα καράβια -γιατί σίγουρα δεν μπορεί να είναι όλα.

Εξακολουθώ να επιμένω στην άποψή μου πως αρχετυπικά, ας πούμε, το εισαγόμενο ταυτίζεται με το ακριβό. Άσχετα αν με την πρωτόφαντη ανάπτυξη των συγκοινωνιών και μεταφορών τα τελευταία 150 χρόνια η σχέση αυτή τείνει να αντιστραφεί. Σε μια κατ' ουσίαν προνεωτερική κοινωνία -όπως η ελληνική έως τα μέσα του 19ου αιώνα- οποιοδήποτε καταναλωτικό αγαθό συνέβαλλε σε αυτό που αποκαλούμε «ποιότητα ζωής» ερχόταν πάντα απο τη θάλασσα και ηταν πανάκριβο. Τα παραδείγματα πάμπολλα και γνωστά τοις πάσι: πολύτιμα υφαντά και μεταξωτά απο την Κίνα, μπαχάρια απο τις Ινδίες ή τα νησιά του Ειρηνικού ή δεγκζέρω απο πού αλλού, γούνες απο την Αλάσκα και τη Ρωσία, χρυσάφι και πολύτιμοι λίθοι απο την Αμερική και -πιο πρόσφατα- αυτοκίνητα και λοιπές ηλεκτρικές συσκευές απο τας προηγμένας της Εσπερίας χώρες.

Ίσως έκανα λάθος προηγουμένως που απέδωσα την ακρίβεια των εισαγόμενων αγαθών αποκλειστικά στο κόστος μεταφοράς. Τα εισαγόμενα δεν ήταν ακριβά μόνο λόγω μεταφορικών, ήταν ακριβά καθεαυτά καθότι πολύ απλά η εγχώρια αγορά δεν διέθετε τη δυνατότητα να τα παράξει. Σκεφτείτε τις δεκαετίες του 50 και του 60, όπου ελάστιχοι προνομιούχοι διέθεταν τηλεόραση, ηλεκτρικό ψυγείο ή αυτοκίνητο - όλα αγαθά εισαγόμενα και πανάκριβα. Ή -για να ξαναπάμε στο 19ο και 18ο αι.- οι εντυπωσιακές λαϊκές ελληνικές φορεσιές που θα δείτε σήμερα π.χ. στο μουσείο Μπενάκη, έγιναν όλες με σπάνια υλικά που κατέφτασαν με το καράβι απο τα πέρατα του κόσμου, για τα οποία ο πλουτίσας καραβοκύρης πλήρωσε μια μικρή περιουσία και περίμενε ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Τα δε σωρηδόν εισαγόμενα κατεψυγμένα κρέα που αναφέρει το πονηρό είναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, που κατέστη εφικτό χάρη στις νέες τεχνολογίες διατήρησης τροφίμων και τα ρέστα.

Όσον αφορά την ερμηνεία που θέλει να χαρακτηρίζονται ως βαπορίσια (με την έννοια του υπέρμετρα ακριβού) τρόφιμα και ποτά που σερβίρονται σε πλοία, αερόπλανα, λιμάνια κλπ, θαρρώ πως αποτελεί κλασική περίπτωση ερμηνείας a posteriori, που απλά τυχαίνει να ταιριάζει γάντι με τις σημερινές συνθήκες τις οποίες όλοι βιώνουμε και μας τσατίζουν. Έπαναλαμβάνω οτι σε προνεωτερικές εποχές το κάθετι που κατέφτανε με το βαπόρι ήταν ακριβό, είτε με τη στενή έννοια του χρηματικά ακριβού, είτε με την ευρεία έννοια του πολύτιμου για την επιβίωση αγαθού (σκεφτείτε π.χ. πως ένιωθαν στην Κατοχή όταν έφταναν τα σουηδικά καράβια με τρόφιμα..). Ακριβός σημαίνει γενικά πολύτιμος ακόμη κι αν δεν αποτιμάται εις χρήμα, π.χ. μονάκριβή μου θυγατέρα κλπ.

Και τέλος το παράδειγμα χρήσης που ζήτησε το πονηρό: αυτό με τα μαύρα τριαντάφυλλα που ανέφερα στο πρώτο σχολιάκι μου. Πήγα προσφάτου σε ανθοπωλείο της γειτονιάς να πάρω τριαντάφυλλα για φίλη που γιόρταζε και ζήτησα τα καλύτερα, που απο ό,τι είχα ακούσει είναι τα περίφημα μαύρα. Και ο ανθοπώλας μου εξήγησε πως για τα μαύρα πρέπει να κάνει ειδική παραγγελία κανα μήνα πριν, διότι ως σπάνια ποικιλία είναι ακριβότερα και λίγοι τα αγοράζουν. Τα μαύρα τριαντάφυλλα δηλ. δεν έρχονται μαζικά όπως π.χ. τα κόκκινα ή τα λευκά που έρχονται τακτικά και τα ψωνίζει όλος ο κόσμος (όπως ακριβώς τα κατεψυγμένα κρέα του πονηρού) αλλά η διάθεσή τους ρυθμίζεται με τους, ας πούμε, παλιούς ή παραδοσιακούς κανόνες περί εισαγομένων προϊόντων: ο διαθέτων τα επιπλέον προς κάψιμο γκαφρά τα παραγγέλλει ειδικώς για την πάρτη του, προκειμένου να κάνει εντύπωση στο πρόσωπο. Τα λόγια του (ψιλοβαρύμαγκα) ανθοπώλα ήταν περίπου τα εξής: φίλε μου αν θες σώνει και ντε μαύρα για να κάνεις το κομμάτι σου μπορώ να στα φέρω ειδικά για σένα απο Ολλανδία και να ξέρεις θα τα πληρώσεις βαπόρι.

Η δε ερμηνεία οτι το θα το πληρώσεις βαπόρι σημαίνει θα το πληρώσεις τόσο ακριβά που είναι σα να αγοράζεις βαπόρι είναι, κατά συνέπεια, αστήρικτη.

#10
Vrastaman

Γιατί το απλό i-Pad κοστίζει κάτω από $500 στην Αμερική ενώ στo Ελλάντα θα στοιχίσει τουλάστιχον €900; Και στις δύο χώρες το προϊόν φτάνει με παπόρια από την Κίνα!

Ας τα πάρουμε από την αρχή: η ανάπτυξη του εμπορίου, όπως εύστοχα παρατήρησε ο David Ricardo, οφείλεται ιστορικά στο ότι ορισμένες χώρες έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή ορισμένων προϊόντων, δηλαδή παράγουν καλύτερα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά. Πχ η Ελλάδα παράγει και γιαούρτι και ποδήλατα όπως και η Αμερική αλλά στην Αμερική δεν θα εξάγουμε ποτέ ποδήλατα. Αν μη τι άλλο, ξέρουμε καλά πως να το πήζουμε το γιαούρτι.

Ως εκ τουτού, τα προϊόντα εισαγωγής είναι εκ προοιμίου συγκριτικά πιο ανταγωνιστικά από ότι τα αντίστοιχα εγχώρια. Αυτό ισχύει και για τα είδη πολυτελείας που αναφέρει ο Τζόνυς -- φανταστείτε πόσο απαγορευτικό θα ήταν το κόστος παραγωγής χαβιαριού μπελούγκα στην Ελλάδα, ή της ανάπτυξης και παραγωγής ενός τουτουνιού ισάξιου μιας Μερτσεντέ.

Ιστορικά λοιπόν τα κράτη, όπως θα έκανε και κάθε μαφία που σέβεται τον εαυτόν της, δράττονται της ευκαιρίας και επιβάλουν τρελούς δασμούς στα ανταγωνιστικά προϊόντα εισαγωγής γιατί μπορούν ή απλά απαγορεύουν την εισαγωγή τους εντελώς. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι οι μπανάνες κάποτε θεωρούντο είδος υπερπολυτελείας, επειδή το κράτος απαγόρευε την εισαγωγή τους για να «προστατέψει» τις εγχώριες Κρητικές, τις οποίες αγόραζε κανείς «βαπόρι».

Εν κατακαυλείδι, το «βαπόρι» εν προκειμένω δεν είναι το συμπαθές πλεούμενο, είναι συμβολικά το ίδιο κράτος / οικονομική ένωση / γουατέβα που δημιουργεί στρεβλώσεις χρεώνοντας δασμούς, ΦΠΑ, και ταλιμπάν για λόγους εισπρακτικούς η προστατευτισμού. Για αυτό άλλωστε κεσεδάκι της ΦΑΓΕ θα το βρείτε πιο φτηνά στην Νέα Υόρκη από ότι στον Βασιλόπουλο (όπου θα το πλερώσετε βαπόρι) έστω κι αν η συναλλαγματική ισοτιμία δεν ευνοεί κάτι τέτοιο.

#11
betatzis

Ωραία συζήτα, επιφυλάσσομαι να ψάξω καταγεγραμμένα παραδείγματα για όλες τις χρήσεις και τις αποχρώσεις που προαναφέρατε...

Προς το παρόν, συμπληρώνω μόνο ότι καραβίσια μπορεί να είναι και η μακαρονάδα, εννοώντας τόσο την τιμή όσο και την ποιότητα.

#12
HODJAS

Όσο για την σπανιότητα του είδους επί Κατοχής, που λέει ο Τζόνι, σώζεται το τραγουδάκι με ρεφρέν:

[I]«Βρες αν μπορείς,
τί σου έφερα απόψε,
τα ναζάκια σου κόψε,
να σου δώσω αυτό που κρατώ
(όλοι μαζί:) ΚΑΦΕ!»![/I]

Το τούρκικο παπόρι που έφερνε τρόφιμα στην κατοχική Ελλάδα, λέγονταν Κουρτουλούς. Σώζεται επίσης παλιά αργκοτική έκφραση (40'ς-50'ς) κουρτουλούσι = αφθονία...

#13
Vrastaman

Σωστός ο Χότζας!

Πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο πολλοί ιθαγενείς του νότιου ειρηνικού παρατήρησαν ότι Αμερικάνικα βαπόρια κουβαλούσαν αμύθητα πλούτη σε κιβώτια με την σφραγίδα CARGO.

Έτσι, την δεκαετία '40 σε διάφορα νησιά της Μικρονησίας εξαπλώθηκαν οι λεγόμενες «Θρησκείες Φορτίου» (cargo cults) οι πιστοί των οποίων περιμένουν ότι ο υιός του Θεού (οι προφήτες τον θέλουν Αμερικανό, ονόματι John Frum) θα έρθει στις 15 Φεβρουαρίου κάποιας χρονιάς κομίζοντας στους πιστούς το πολύτιμο καργκοκουρτουλούσι.

Το τελετουργικό τους περιλαμβάνει την δημιουργία αεροδιαδρόμων και πύργων ελέγχου από άχυρα και μπαμπού με σκοπό να προσελκύσουν τον John Frum μια ώρα αρχύτερα.

Σε σχετικό ντοκιμαντέρ, ο David Attenborough ρώτησε κάποιο πιστό ονόματι Sam:

- But, Sam, it is nineteen years since John say that the cargo will come. He promise and he promise, but still the cargo does not come. Isn't nineteen years a long time to wait;

O Sam του απάντησε αποστομωτικά:

- If you can wait two thousand years for Jesus Christ to come an' 'e no come, then I can wait more than nineteen years for John.

(Από το βιβλίο «God Delusion» του Richard Dawkins)

#14
johnblack

Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη σου Βράστα. Έχω ορισμένες ενστάσεις, να επισημάνω ωστόσο καταρχήν -αναστοχαστικά- το πόσο εντυπωσιακά διαγράφεται ο γνωστικός ή/και βιωματικός ή/και ιδεολογικός ορίζοντας του καθενός από μας που συμμετέχει στην ωραία αυτή συζήτηση.

Το βαπόρι ως συνεκδοχή για το κράτος; Χμμ... Δελεαστική ερμηνεία, που έχει ωστόσο το μειονέκτημα να είναι λιγότερο οικονομική απο οντολογικής πλευράς σε σχέση με τη δική μου. Προϋποθέτει δηλ. ένα μεγαλύτερο αριθμό οντοτήτων για να εξηγήσει (εν προκειμένω το κράτος, τα καρτέλ κλπ). Άρα αγαπητέ είμαι υποχρεωμένος να σου προτείνω το γνωστό gillette του Όκαμ...

Δεν ειδικεύομαι στα της οικονομίας, θαρρώ ωστόσο πως η έκφραση ανατρέχει σε ένα παρελθόν αρκετά παλαιότερο της μερκαντιλιστικής-προστατευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Ο ελληνικός 19ος αιώνας ήταν ως γνωστόν ακραία φιλελεύθερος όσον αφορά τα της οικονομίας. Τουλάστιχον ως τις πρώτες προσπάθειες να συσταθεί μια εμβρυώδης ελληνική βιομηχανία γύρω στα 1870, δεν υπήρχε τίποτα ουσιαστικά να προστατευτεί... Η αγορά λειτουργούσε σύμφωνα με τους «φυσικούς» της νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Ο προστατευτισμός είναι φαινόμενο οψιμότερο, του 20ου κυρίως αιώνα.

Η ίδια η λέξη παπόρο (ιταλικής προφ προέλευσης) συνηγορεί σε όσα λέω περί μιας προνεωτερικής περιόδου κατά την οποία το εισαγόμενο ταυτιζόταν με το πανάκριβο. Η ιταλική ναυτική ορολογία διείσδυσε στον ελλαδικό χώρο και το εγχώριο λεξιλόγιο σε πολύ πρώιμους καιρούς, από τότε που η γεια-σου-χαρά-σου-Βενετιά διαφέντευε στις ελληνικές θάλασσες. Απο τη δε Βενετιά ήταν κατεξοχήν που κατέφταναν στα καθ' ημάς τα πλέον ποθητά καταναλωτικά αγαθά: πολύτιμα υφαντά, γυαλικά και άλλα objets d' art, περίτεχνα έπιπλα, πανάκριβα βιβλιαράκια απο τα τυπογραφεία της κ.ο.κ. Κοιμήσου και παράγγειλα στη Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.. Τυχαίο; Δε νομίζω.

@ betatzis.
H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι... Επομένως, αν θέλω να φάω «καραβίσια» στο σπιτάκι μου θα την πληρώσω κυριολεκτικά βαπόρι (αυτό το οποίο ψάρεψε τα θαλασσινά), ενώ αν τη φάω πάνω στην τράτα μας την κουρελού μαζί με τα ναυτόπουλα δε θα πληρώσω τίποτα (άντε να τσοντάρω κανα κρασί που θα 'χω φέρει μαζί μου)...

#15
HODJAS

Ωραίοι!

Δεν είναι πλέον όμως μέρος του αντιτίμου μόνον οι εκάστοτε (χρονικά) δασμοί του εκάστοτε (τοπικά) λιμένα, που επιβαρύνουν την λιανική τιμή του προϊόντος, αλλά και οι επισφάλειες των ναυτασφαλιστικών γραφείων, όπως επιβάλλονται-διαπραγματεύονται στα διεθνή commodity markets των ναυτικών brokers.
Η ανάπτυξη αυτού του τομέα των ναυτικών finance, δημιουργεί διακυμάνσεις στις τιμές διάθεσης ανα αγορά και τα εσωτερικά όργανα (π.χ. Ο.Λ.Π. Α.Ε., υπουργεία ναυτιλίας κλπ), έχουν δηλώσει αδυναμία να αντεπεξέλθουν σ’ αυτές τις προκλήσεις και παραχωρούν (διεθνώς hollow out, peeling off και slicing up) διαρκώς αρμοδιότητες σε εξωθεσμικά κέντρα.

China non fuit una die condita…

Ειδικώτερα, ως προς το έλλειμμα στο ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών της Ελλάδας με σαφές κοινωνικο-πολιτισμικό αντίκτυπο, λόγω μαλακισμένης νοοτροπίας των νεοελλήνων, έχει κάνει μνεία στο Νουμά του 1903 (!) ο καψερός ο Περικλής Γιαννόπουλος, βλ. σχόλιο σε λήμμα βλαχοκυριλέ.

Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...
Στα πλοία εξ άλλου, άλλα τρώει ο πρώτος κι ο γραμματικός, άλλα το πλήρωμα (στα εμπορικά) και άλλο οι επιβάτες (στα ποστάλια).
Οι δε ναυτικοί, που δουλεύουν σαν παλαβοί υπο οιεσδήποτε καιρικές συνθήκες στα κολοσσιαία εμπορικά, δεν έχουν χρόνο να ψαρέψουν!
Το ποστάλι, εφ’ όσον εμπλέκονται και επιβάτες, έχει άλλους κανόνες και ειδικό οικονομικό – πολιτικό κόστος, σε περίπτωση οιασδήποτε αθέτησης όρων μεταφοράς βλ. τί έγινε με το Σάμινα σε παγκόσμιο επίπεδο (κρα!) ενώ αν σκυλοπνίγονταν το πλήρωμα π.χ. κανενός γκαζάδικου στον Πατσίφικο, θα το μάθαιναν μόνον οι χήρες και τα ορφανά των ναυτικών στις Φιλιππίνες, στο Μπαγκλαντές και χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι βλ. και τελευταία παράγραφο σε λήμμα καπέλο.

Να θίξουμε κι ένα ζήτημα κοινωνικού southbound ιμπεριαλισμού (καταλήστευση των συμβεβηκότων του τρόπου ζωής) των ευπόρων προς τους working class (π.χ. «αναμνηστική φωτογραφία λουομένου με φίλο ντόπιο ψαρά με τη σκλεπού ανα χείρας», «I wanna live like common people», «τώρα πια κι οι κόμισσες κρατούν κομπολογάκι», «γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια» κτλ-κτλ) ή ναν τ’ αφήσουμε μη χαλάσει η ωραία συζήτα;

#16
poniroskylo

@johnblack
Καραβίσια μακαρονάδα είναι η σκέτη άσπρη βρασμένη σε θαλασσινό νερό και με δυο κουταλιές λάδι στο τέλος από πάνω - είπαμε, στο καΐκι μιλάμε για basic. Δεν υπάρχει, σε διαβεβαιώ, επαγγελματίας ψαράς που θα έχει φρέσκες γαρίδες και αστακούς και θα τα φάει ο ίδιος - και δη μέσα στο καΐκι και δη παρέα με τα ναυτόπουλα. Αντιθέτως, οι μακαρονάδες που περιγράφεις παίζουν πολύ σε σκάφη από 45 και πάνω.

Ειρήσθω εν παρόδω, τα μύδια πλέον είναι προϊόν καλλιέργειας και όχι αλιείας και, ούτως ή άλλως, πάντα άλλοι επαγγελματίες ασχολούνταν μαζί τους, άσε δε που είναι και 20 φορές φτηνότερα από τ'άλλα που αναφέρεις.

Η αναφορά του betatzis στην καραβίσια μακαρονάδα, btw, νομίζω ότι δεν πήγαινε στην συνταγή αλλά στην ποιότητα (χαμηλή) και στην τιμή (υψηλή) - ας με διορθώσει αν τον κατάλαβα λάθος.

Για να γυρίσουμε, όμως, εκεί απ' όπου αρχίσαμε, μπορώ, δλδ, να συμπεράνω ότι η ερμηνεία βαπορίσιο = ακριβό επειδή είναι εισαγόμενο είναι δική σου προσωπική; Όπως είπα, ενδιαφέρουσα... Να πω δε, και σε σχέση με το το πλήρωσε βαπόρι ότι η επανάληψη της φράσης από τον ανθοπώλη σου δεν συνιστά επιχείρημα για την προέλευσή της one way or another - απ' αυτά που λες, εξ ίσου καλά θα μπορούσε να εννοεί ότι θα τα πλήρώσεις όσο και ένα βαπόρι.

Αλλά, πες μας - τα πήρες, τελικά, τα μαύρα τριαντάφυλλα ή όχι; ;-)

#17
betatzis

Τζονμπλακ και Πονηρό.

Καραβίσια μακαρανάδα, τουλάχιστον όσοι πηγαινοερχόμαστε Κρήτη και τρώμε στην μάπα τα διάφορα μονοπώλια θαλασσίων μεταφορών, δεν λέμε την μακαρονάδα που παρασκευάζεται σε καϊκια ψαράδων, αλλά την τουριστική μακαρονάδα που σερβίρουν οι κουζίνες των επιβατηγών φέρι μποτ, που κάθεται σαν στόκος στο στομάχι σου και κάνεις τρεις μέρες να χωνέψεις (εμένα μ΄αρέσει αλλά εγώ είμαι γνωστός ανώμαλος, δεν πιάνομαι).

Στα καϊκια ψαράδων, η δική μου εμπειρία λέει ότι δεν φτιάχνουνε μακαρονάδα, αλλά κακκαβιά, με τα μικρά βραστόψαρα που ξεδιαλέγουνε από την καλή ψαριά που θα πουλήσουνε. Τα μικρά αυτά ψαράκια θα έμεναν απούλητα έτσι κι αλλιώς. Φυσικά κάνουν σούπα πεντανόστιμη.

Εννοείται ότι αν φτιάχνουνε μακαρονάδα σαν κι αυτή που λέει ο Τζόνιμπλακ, θα είναι κι αυτή πεντανόστιμη και θα την αδικεί ο όρος καραβίσια.

Για τις ερμηνείες και αποχρώσεις του όρου βαπορίσιος, επιμένω ότι μόνο με αναφορά σε γραπτά κείμενα θα τεκμηριωθεί πληρέστερα κάποια άποψη. Βρήκα δουλειά για το σαββατοκύριακο.

Τζόνιμπλακ, Πονηρό και όλοι, να μην μπερδευτούμε με τις μακαρονάδες και ξεχάσω να σας πω ότι χαίρομαι που μιλάω μαζί σας μετά από καιρό.

#18
Vrastaman

The plot thickens....

- Πρωτο μου γευμα σε πλοιο,ηταν μακαρονια με κιμα στον ΘΕΟΦΙΛΟ και απο τοτε δεν τ αλλαζω με τιποτα!Παιδι τοτε,μου ειχε κανει εντυπωση το χοντρο μακαρονι που χρησιμοποιουσαν και η γευση 'μπομπα' της σαλτσας!Μαλιστα απο τοτε που τα δοκιμασα,καθε φορα που ειχαμε μακαρονια στο σπιτι ελεγα 'θελω καραβισια μακαρονια,χοντρα':p Γενικα ειναι ενα πιατο φτηνο στο πλοιο που σε χορταινει και επισης εχει γελιο που σου βαζουν την σαλτσα με την κουταλα,που συνηθως χρησιμοποιειται για να βαλεις φακες...:D

(εδώ)

- Η ώρα έχει περάσει, βρισκόμαστε μεσοπέλαγα μεταξύ Κερκύρας και Αλβανίας, με τη γεύση της αλμύρας να καλύπτει τα πρόσωπά μας ενώ η ώρα για το δείπνο πλησιάζει (προτιμήστε καραβίσια μακαρονάδα, είναι φθηνή και εύγευστη)
(εκεί)

- καραβίσιο-ς – α , (όλα τα γένη): Ένδειξη Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης. Πάρα πολύ ακριβή ένδειξη. Συνήθως αφορά υγρά (καφέ, αναψυκτικά, μπύρες), στερεά (τοστ, μπισκότα, πατατάκια, τυρόπιτες) αλλά και αέρια όταν ρωτάς «πού χάθηκες τόση ώρα μωρό μου;» για να πάρεις απάντηση «βγήκα κι έριξα μια βροντερή καραβίσια ν΄ ανακουφιστώ λίγο, κόντεψε να αναποδογυρίσει το Αιγαίο».
(παραπέρα)

[i]- Μακαρονάδα Καραβίσια

½ κιλό μακαρόνια με τρύπα
4 φλιτζάνια ζωμό κρέατος από 1 κύβο
1 κρεμμύδι ψιλοκομμένο
5 κουταλιές της σούπας βούτυρο φρέσκο και μυρωδάτο
2 κουταλιές κορν φλάουερ
αλάτι, πιπέρι και μπόλικο τριμμένο κεφαλοτύρι

Βράζετε τα μακαρόνια σύμφωνα με την συσκευασία, και παράλληλα φτιάχνετε τη σάλτσα. Στο μισό βούτυρο σοτάρετε το κρεμμύδι, μέχρι να μαλακώσει, σβήνετε με τον ζωμό και αφήνετε να βράσει μέχρι να μείνει το 1/3. Αλατοπιπερώνουμε, και δένουμε τη σάλτσα με το κορν φλάουερ. Αφού βράσουν τα μακαρόνια τα καιμε με το υπόλοιπο βούτυρο, και τα περιχύνουμε με την πηχτή σάλτσα. Με το κεφαλοτύρι συμπληρώνουμε λίγο τις θερμίδες μιας και απ΄ ότι καταλάβατε αυτό το πιάτο είναι μάλλον «ελαφρύ»!! [/i]
(εις τον βυθό εις τον βυθό της θάλασσας)

- Περί καραβίσιας γαστρονομίας.

#19
johnblack

Να ξαναγυρίσουμε πονηρέ μου στο θέμα απο το οποίο ξεκινήσαμε - η μακαρονάδα ετέθη παρεμπιπτόντως.

α. Ναι, η ερμηνεία που δίνω είναι καθαρά προσωπική με βάση την κοινή λογική και τις πενιχρές ιστορικές μου γνώσεις. Δεν έχω κάνει κάποια ειδική έρευνα, απλά εμπιστεύτηκα το αισθητήριό μου.

β. Όσον αφορά τη συνομιλία μου με τον ασίκη τον ανθοπώλα, ίσως δεν ήμουν αρκετά σαφής. Παρέλειψα να αναφέρω πως ο τύπος διαρκώς επαναλάμβανε πως τα συνηθισμένου χρώματος τριαντάφυλλα (κόκκινα, άσπρα κλπ) καλλιεργούνται και στο Ελλάδα, γι' αυτό και είναι φτηνά και τα προτιμά όλος ο κόσμος. Ενώ τα γαμίδια τα μαύρα (κάτι σε blue black για την ακρίβεια) είναι αποκλειστικώς και μόνον εισαγόμενα, εξού η τσουχτερή τιμή τους και η μειωμένη διαθεσιμότητά τους. Επιστέγασμα του λογυδρίου του περί της «αυτοχθονίας» των κοκκινοάσπρων και της «ετεροχθονίας» των κυριλάουα μαύρων, ήταν η επωδός «θα τα πληρώσεις βαπόρι». Νομίζω είναι σαφές.

Και, όχι δεν τα πήρα, ήθελε τρεις βδομάδες αναμουνή ;)

@ Hodjas
Tα στερεότυπα και τους μύθους που αναφέρεις τα γνωρίζω πολύ καλά και δεν τα αγνοώ, η δε σλανγκ αρέσκεται κατά κανόνα να τα αναπαράγει. Άρα το αφήνουμε κι αυτό εκεί που βρίσκεται.

#20
HODJAS

OK. Let sleeping seadogs lie...
;-)

#21
poniroskylo

@ johnblack

Σαφής και ωραίος σε όλα.

Είμαι βέβαιος ότι η φίλη σου έμεινε ευχαριστημένη και με το όποιο άλλο δώρο της πήρες ;-)

Εκτός από μαύρα τριαντάφυλλα υπάρχουν και μαύρες τουλίπες - βλ. και το μυθιστόρημα La tulipe noire αλλά και την ταινία La tulipe noire και το ένα δεν έχει καμία σχέση με το άλλο.

#22
Khan

Μ' αυτά και μ' αυτά καταλάβαμε και την προέλευση της έκφρασης το μουνί σέρνει καράβι.

#24
johnblack

Αναφερόμην στα bleu-noir βρε βράστα που και καλούα είναι ιδανικά για να δηλώσουν «Μπορεί να μην σε έχω, αλλά δεν θα σταματήσω να σε σκέφτομαι». :)

#25
HODJAS

Αυτά που λές είναι τα marron-noir τριαντάφυλλα στην απόχρωση του φραπέ...
:-Ρ

#26
Vrastaman

******G25******

«Μπορεί να μην σε έχω, αλλά δεν θα σταματήσω να σε σκέφτομαι;» -- Ικανή συνθήκη για ανάπτυξη blueballs.

#27
johnblack

Θα μας πεις τελικά πώς μπαίνουν μήδια στα σχόλια ή θα πεθάνουμε με την απορία;

#28
Vrastaman

Γράφεις:

[ιμγ]www.fafari.com/mydi.jpg[/ιμγ]

...με img αντί για ιμγ. Το www.fafari.com/mydi.jpg είναι βέβαια το λυνξ του μυδιού.