Πυροβολώ, έκφραση που ακούγεται συνήθως σε χωριό.

- Ήμουν τις προάλλες στο χωράφι και βλέπω δυο παιδαρέλια να μου κλέβουν τα μήλα. Βγάζω την καραμπίνα από το αγροτικό και τους την μπουμπουνίζω! - Τι ρε, να τους σκοτώσεις; - Όχι ρε, είχα βάλει μέσα αλάτι. Για μια βδομάδα δεν θα μπορούν να κάτσουν, έτσι για να μάθουν.

βλ. και μπουμπούνα το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Sbiblerubleb

Επισης ΄Μπουμπουνιζω΄το τζακι,σημαινει ριξε κι αλλα ξυλα να δυναμωσεις τη φωτια.

#2
dryhammer

Είναι (πιστεύω) ηχομιμητικό καθώς και τά παράγωγά του. Μπουμπουνίζει = Βροντά - ο ουρανός («... εσυ άστράφτεις και μπουμπουνίζεις » - Μπαγάσας , Ν. Ασιμος)
Μπουμπουνίζω την πόρτα (Βροντάω την πόρτα στο κλέισιμο)
Μπουμπούνα - μιά πηγή νερού στην παλιά Αθήνα (;;) απ΄όπου έβγαινε το νερό με θόρυβο- μπουμπουνητό

Γενικά οτιδήποτε κάνει μπουμ (- μπουμ), μπουμπουνίζει