Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

ο πούτιν απαντά κάπως; :)
σημειωτέον, δε, ότι το 'τ' στο Путин προφέρεται κανονικά κάπως σαν τ κ ένα λανθάνον θ μετά από αυτό, δίνοντας στον έλληνα την λάθος αίσθηση ότι ο βλαδήμιρος είναι λίγο του πούτσου.
Μη με κοιτάς εμένα έτσι βλαδήμιρε!!!!!

#2
Vrastaman

Βλ. επίσης βίλλα και μούτσος

#3
Επισκέπτης

Μάλλον παλιότερα έτσι θα έλεγαν το μουνί και σε άλλες περιοχές, γιατί έχω διαβάσει (προ αμνημονεύτων ετών, οπότε δε θυμάμαι να σας παραπέμψω) ότι από κει ετυμολογείται και η Σταχτοπούτα, που εσφαλμένα λέγεται και Σταχτομπούτα. [Δεν προσπαθώ να κάνω κάποιου είδους χιούμορ, ισχύουν αυτά που γράφω!]

#4
kokis

Και καλά αληθινός διάλογος (μάλλον urban legend)
- Αρρέν: Νάμπον κόρη; Έshει τίποτε;
(- Τι 'ναι μωρή; Παίζει τίποτα;)
- Θηλύ : Έshει πούττον μάλλλουρον.
(- Παίζει μουνί μαλλιαρό)

#5
HODJAS

[I]Είδες τον πούττον κι άρκωσεν
να φάει να πιεί αρνιέται
βάλτονε κάτω γάματον
να μην σου εκουνιέται[/I]

(chatt-ισμα)

αρκώνω = ξεσηκώνομαι (με την έννοια ruffle = αναμαλλιάζομαι)

#6
kokis

αν ιshεν τρόπον το πουττίν,
τζαι να ε μεν εβρώμεν,
εν εθεν ναshei πα' στην γη,
γιατί ήταν να το τρώμεν