Σκανδαλίζω κάποιον. Τον πειράζω. Τον προκαλώ. Προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης trigger (σκανδαλίζω, σκανδάλη, ερεθίζω, προκαλώ δράση). Είναι πολύ διαδεδομένος ο όρος στα ηλεκτρονικά κυκλώματα (trigger pulse=παλμός σκανδαλισμού), όπου η εκπομπή του συγκεκριμένου παλμού θέτει σε λειτουργία ένα συγκεκριμένο κύκλωμα που ήταν προηγουμένως σε ανενεργή κατάσταση.

-Τι τύπος ο Πέτρος ε; Δεν αφήνει κανέναν ήσυχο. Ξέρει τι απασχολεί τον καθένα και τον τριγκάρει ανάλογα. Μετά κάθεται κι απολαμβάνει το έργο του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

επίσης απαντάται και ως παραλλαγή / παραφθορά / συντόμευση της λέξης ιντριγκάρω (= προκαλώ την περιέργεια κάποιου, ραδιουργώ, κά), νομίζω.

#2
Galadriel

και «πριζώνω»;