Το «βούλωσέ το» εν συντομία.

- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.

Δες και .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

(αν και το προτιμώ) γιατί βούλοτο κι όχι βούλωτο;

#2
vikar

Θά 'γραφα καλύτερα βούλω το ή βούλω' το, όπως και για άλλες αργκό προστακτικές που βγαίνουν απο ρήματα σε -ώνω: τσάκω, πλέρω, σήκω (στην μεταβατική του έννοια: «σήκω λίγο την καρέκλα ρε να περάσω το καλώδιο»)...

Μάλλον λέει ν' αλλάξει ο τίτλος.