Χιμαιρική έκφραση, η χρήση της οποίας αποσκοπεί στον χαρακτηρισμό της -εν γένει- κατακριτέας συνήθειας υποκειμένου να σιωπά, (να κάνει τουμπεκί, μούγκα στη στρούγκα κλπ) ενώπιον μιας εξώφθαλμα απαράδεκτης κατάστασης η οποία συνήθως εμπίπτει των αρμοδιοτήτων του. Οι δύο συνιστώσες της φράσης, το λόγιο «επάρατο» και το πιο τραχύ, άτονο «κοκοκο», αποδίδουν εύστοχα την φύση της πράξεως, η οποία είναι συγχρόνως γελοία και κοινωνικά απορριπτέα. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον χαρακτηρισμό διαιτητών ποδοσφαίρου οι οποίοι καταπίνουν το στραγάλι, είναι όμως εφαρμόσιμη και σε ανώτερα επίπεδα διαφθοράς. Γενικώς η ικανότητα για πειστικό επάρατο κοκοκο, αποτελεί προσόν must για πολιτικούς, δικαστικούς και δημοσιογραφους.

Η πατρότητα της φράσεως θα πρέπει να αποδοθεί στον έγκριτο δημοσιογράφο Αντώνη Πανούτσο.

Σε λιγότερο σοβαρές καταστάσεις, απλώς «κοκοκο»

  1. - Κι άλλος βουλευτής μπλεγμένος στο σκάνδαλο; Πότε θα κάνει δηλώσεις ο πρόεδρος;
    - Τι δηλώσεις ρε! Το επάρατο «κοκοκο» θα κάνει και σε δέκα μέρες θα έχουν ξεχαστεί όλα.

  2. - Πέτυχα προχτές το Μαράκι -του Νίκου ντε- να μπαλαμουτιάζεται μ' έναν τύπο.
    - Και τώρα; Θα του το πεις;
    - Δεν ανακατεύομαι. Θα κάνω κοκοκο κι ας καταλάβει αυτός με τι κοντοπούτανο έχει μπλέξει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία