Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
xaxac

Όντως είναι οξύμωρο κι ενδιαφέρον, το «ξε» (από το «εκ») λογικά και συνήθως είναι στερητικό. Λέμε πχ. ξετροχιάστηκε, δηλαδή εκτροχιάστηκε, βγήκε εκτός / στερήθηκε της τροχιάς του.

Κάτι (υγρό προφανώς) από το οποιό αφαιρείται νερό, λογικά αυξάνει τη σύστασή του, τη δύναμη της ουσίας του. Όταν ρίξουμε νερό στο κρασί (σας το έκαναν οι μεγάλοι όταν είσασταν μικροί;) δε λέμε «ξενερώνω το κρασί» αλλά «νερώνω το κρασί». Μάλλον όμως γίνεται αυτή η ανάποδη χρήση λόγω του εύηχου και του πιο πιασάρικου της λέξης (λέω τώρα).

Οπότε, κάθε άλλον παρά ...Άλλαν Ντάλον, ironick! ;)

#2
GATZMAN

Κι εγώ έτσι νομίζω.

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Μήπως προέρχεται από το «έξω απ' τα νερά μου»; Η σημασία δεν είναι και πολύ η ίδια βέβαια, αλλα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η σημασία του ξενερώνω είναι εξέλιξη της άλλης.

#4
Hank

Εγώ το καταλάβαινα ότι υπάρχουν δύο ξενέρωτος που έχουν διαπλακεί. Το ένα είναι < ξένος & έρωτας, και είναι αυτό που λες. Το άλλο, που μου φαίνεται πιο ύστερο είναι σε χρήσεις του στυλ ξενερώνω, από το νερό, και σημαίνει γίνομαι νηφάλιος. Όχι;

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Προ δεκαετίας τουλάχιστον, είχε εμφανιστεί στους τοίχους της Αθήνας το ευφάνταστο και σωστό σύνθημε ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΕΡΩΤΟΙ, μουντζουρωμένο δίκην διορθώσεως πάνω από το ΕΞΩ ΟΙ ΞΕΝΟΙ.

#6
vikar

Αγκάθι του σάιτ (όχι το μοναδικό βέβαια :-Ρ) οτι δέν έχουμε καταλήξει στην προέλευση, ή έστω, στο ασαφές της προέλευσης της λέξης.

Η άποψη του ντούμπλφας οτι ξενέρωτος < ξένος + έρωτας είναι πολύ σουίτ :-Ρ, αλλα δέν με πείθει. Παίζει πάντως, σε μία τέτοια περίπτωση, να μήν είναι ξεν- < ξένος, αλλα ξεν- < ξε- (στερητικό) + -ν- (ευφωνικό), ωστε να διατηρηθεί η σημασιολογική σαφήνεια του βήτα συνθετικού, μιά και ξέρωτος θα μπορούσε να παρερμηνευτεί οτι προκύπτει ως ξε- (στερητικό) + ρωτάω. Δέν ξέρω άν υπάρχει τέτοιο προηγούμενο, απλά λέω.

Εγώ πάντως το βλέπω να προέρχεται αποκλειστικά απο τον τύπο ξενερώνω (που παρεμπιπτόντως δέν έχουμε!), το οποίο, λέει ο Τριαντά εδώ, ήταν μεσαιωνικό και σήμαινε «βγαίνω έξω απ' το νερό» ο τέως, βήτα έκδοση, δέν ασχολείται κάν με την ετυμολόγηση της λέξης. Δέν ξέρω πόσο βοηθάει αυτή η εξήγηση, άν και βρίσκεται κοντα σ' αυτό που προτείνει ο Άλλος (ο οποίος άσχετο-- πού χάθηκε; μίσεψε κι' αυτός;...).

Θα πρόσθετα επίσης και άλλες δύο απόψεις. Πρώτα, άν βασική σημασία του ξενερώνω είναι «ξεμεθάω», το νερό είναι σχήμα λόγου για το κάθε λογής αλκοόλ.

Ύστερα, το ξε- δέν είναι μόνο στερητικό πρόθημα αλλα και επιτατικό. Για παράδειγμα, ξεκωλώνομαι δέν σημαίνει «μου φεύγει ο κώλος», αλλα αντίθετα, «μου ανοίγει ο κώλος» (φαρδαίνει, γίνεται μεγαλύτερος), και υπάρχουν βέβαια πολλά παραδείγματα στα τυπικά ελληνικά (ξεκουφαίνω πιχί). Έτσι, ξενερώνω θα σήμαινε «όχι απλά 'νερώνω', αλλα 'παρανερώνω', είμαι σάν να μήν ήπια κάν οινόπνευμα παρα μόνο νεράκι του θεού» σε φάση.

Πάντως, θα συμφωνούσα οτι η αντίληψη του σημερινού ομιλητή για αυτό το ξε- είναι στερητική, ακόμη κι' άν αρχικά μπορεί να είχε επιτατική σημασία, γεγονός που εξηγείται φυσικά απο τη σημερινή σημασία του ξενερώνω («ξεμεθάω», «χάνω το κέφι μου»).

#7
vikar

Εντάξει, διόρθωση... Το ξεκωλώνομαι έχει δύο σημασίες βέβαια. Επάνω αναφέρομαι στη σημασία «είμαι τυχερός, μου ανοίγει ο κώλος», οπου το ξε- είναι όντως επιτατικό, αλλα στην άλλη σημασία («μου φεύγει ο πάτος απ' την προσπάθεια») είναι μάλλον στερητικό.

#8
Επισκέπτης

Οχι παιδια εγω νομίζω βγήκε έτσι:

Οταν κάποιος ξερναέι απο ποτομέθυσο, βγάζει όλα του τα νερά, και λένε οτι ξενερώνει. Ξενερωνω=ξερνάω=κανω εμετό=χέζω απο το στομα.

Αλλα απαξ και ο μεθυσμένος ξενερώσει, δεν κάνει τις μαλακίες που έκανε πριν και έτσι ειναι πιο βαρετος, ειναι ξενερωτος

#9
jesus

χμμμ, δεν έχω ακούσει πουθενά αλλού τη σύνδεση νερό-εμετός όμως...

#10
Επισκέπτης

Ε ναι γιαυτό ειπα μετα απο ποτομέθυσο, οταν ξεράσεις μετά απο μεθύσι βγάζεις όλα τα υγρά σου, ολα τα νερα.

#11
jesus

ναι ρε συ, αυτό λέω κ γω:
δεν έχω ακούσει ποτέ να αποκαλείται έτσι (υγρό, νερό) το ξερατό, οπότε το «ξενερώνω» δεν μπορεί να παραπέμπει στον εμετό. τουλάχιστον κτγμ...

#12
sofidio

Μπορεί να έχει την αρνητική του εννοια στον αρχαιο οινο,που αν ηταν ανερωτος(ακρατος) εθεωρειτο ποτο βαρβαρων, δηλαδη οποιος επινε καθαρο κρασι ειχε αρνητικη εννοια, ηταν απολιτιστος, κατωτερος των αλλων ''ευγενων'' επειδη μεθουσε γρηγορα και εχανε την δυνατοτητα να συμμετεχει λογικα σε μια συζητηση.

#13
jesus

ίσως χαλαρό συνώνυμο στα γαλλικά το pisse-froid.

#14
marina@

ξενερωτος κυριολεκτικα αναφερεται σε αυτον που εχει ξεμεθυσει,ξεμεθυστος..ενω μεταφορικα χρησιμοποιειται στην αργκο σαν ο πληκτικος ο ανιαρος.

#15
Vrastaman

airman@, το αναγραμμαντείο σε χαιρετά.