Είναι ο υπερθετικός του ελέους. Χρησιμοποιείται όταν πρέπει να ζητηθεί έλεος, αλλά πολύ έλεος, όταν η ανάγκη για λύπηση είναι επιτακτικότερη από ποτέ.

- Μα σού 'κανα αναπάντητη μωρό μου να με πάρεις εσύ. Δεν είχα μονάδες.
- Έλεος και πολυέλεος ρε Σούλη πια! Ποτέ δεν έχεις μονάδες, όλο εγώ χρεώνομαι. Άντε και γαμήσου, χωρίζουμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Το σωστό είναι «πολυέλεος». «Πολυέλαιος» είναι από το «έλαιον» και είναι η μεγάλη λάμπα με πολλά λαμπιόνια, ή ότι άλλο καντηλοειδές είχανε τέσπα στον Μεσαίωνα. Ο παρετυμολογικός συσχετισμός των δύο ξεκινά ήδη απ' τον Μεσαίωνα. Η έκφραση είναι παλιά και πιστεύω έχει εκκλησιαστική προέλευση.