Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.

Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.

  1. Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...

  2. Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία