Ο δύστροπος και δύσκολος χαρακτήρας, αυτός που δημιουργεί εντάσεις. Παράγωγο της λέξης μπελάς με τούρκικη ρίζα [τουρκ. belalι -ς·]. Συναντάται συχνά στη βόρεια Ελλάδα, καθώς και σε ρεμπέτικα άσματα. Χαρακτηριστικός ο στίχος από το άσμα του Ζαγοραίου ε ντε λα μάγκεν ντε Βοτανίκ, που ακολουθεί ως παράδειγμα.

Έ ντε λα μαγκέν ντε Βοτανίκ, άλα πι και φικέ ξηγιέτ' α λε λεπτίκ.

Στα ντε μπουζουκέν ντε καμπαρέ, άλα ντε δικό μας ο καρέν.

Αντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο τεκέ και η Αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ' αργιλέ.

Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ, λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ κι έντρεμεν ντρε κάργα ντε μαγκέ γιατί φτιαξάρε στο μινούτο ντε δουλειέν.

Αντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο ντεκέ και η Αγγέλω πατημέντο, φλόκο ντ' αργιλέ.

Το άσμα - το βίντεο είναι κομμάτι άσχετο (από poniroskylo, 10/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Επίσης σημαίνει, εκλεκτικός

#2
acg

Μπα...