Λέξη από τα γαλλικά (claquage) που σημαίνει θλάση μυών ή/και, αν δεν απατώμαι, βραχυκύκλωμα, διακοπή ρεύματος, κάτι τέτοιο. Εμείς το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ξαφνική ψυχολογική κατάρρευση ενώ όλα πηγαίναν όχι μόνο καλά, ίσα-ίσα υπερλειτουργούσαμε κιόλας.

Ο Αντρέας τά 'μαθες; Βάρεσε ένα κλακάζ στα καλά του καθουμένου και τώρα νομίζει ότι τον παρακολουθούν, ότι τον κυνηγάνε να τον βουτήξουν για λύτρα, ότι θέλουν να τον φιμώσουν γιατί αυτός ξέρει όλα τα μυστικά της εταιρείας αλλά και της παγκόσμιας συμφιλίωσης, γάμησέ τα... Ψυχάκιας μας βγήκε κι αυτός...

βλ. και βλακ άουτ, μπλακάουτ, κοκομπλόκο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jesus

claquage έχει όντως να κάνει κ με ρεύμα, αλλά είναι το φαινόμενο κατά το οποίο σπάει η διηλεκτρική αντοχή ενός υλικού κ διαρρέεται από ρεύμα ο πυκνωτής.
αυτό ακριβώς, τπτ άλλο.

#2
poniroskylo

Την λέξη την πρωτάκουσα τω καιρώ εκείνω από τον Διακογιάννη (τον Γιάννη, όχι τον Κυριάκο). Την χρησιμοποιούσε όταν ένας δρομέας στα καλά καθούμενα σταματούσε στο μέσον της κούρσας και κατέρρεε.