Το φουλάρισμα (εξ ου και το σχετικό ρήμα) είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο και εξτρήμ σπορ, το οποίο δεν είναι γι' αυτούς που πάσχουν από αδύναμη καρδιά ή δεν αντέχουν τις μεγάλες και απότομες συγκινήσεις.

Αναφέρεται στο γέμισμα του ρεζερβουάρ βενζίνης του αυτοκινήτου, πράγμα το οποίο είναι μεν πολύ σπάνιο στις μέρες μας, αλλά συμβαίνει ενίοτε. Βέβαια με τις τιμές του πετρελαίου εκεί που βρίσκονται και τους βενζινοπώλες να τις παρακολουθούν μόνο στην άνοδο, ένα φουλάρισμα ιδίως μεγάλου αυτοκινήτου είναι κοντά μια κατοσταρού ενώ το πενηντάρικο (λέγε με 17 χήνες σε κανονικά λεφτά) είναι εκ των ων ουκ άνευ...

Το ρήμα και το επίθετο «φουλαριστός» χρησιμοποιούνται επίσης όταν αναφερόμαστε σε μεγάλη ταχύτητα (βλ. σχετικό παράδειγμα).

Τέλος, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ρήμα φουλιάζω, κυρίως διότι με το φουλάρισμα σίγουρα χάνεις λεφτά ενώ με το φούλιασμα μπορεί και να βγάλεις.

1
- Είμαστε έτοιμοι. Το αμάξι φορτωμένο, τα παιδιά μέσα. Πάμε να φουλάρουμε βενζίνη και φύγαμε.
- Σιγά μην πάμε και για μπάντζι τζάμπινγκ. Θα βάλουμε 20 ευρώπουλα και όσο μας πάνε. Εκτός άμα σ' έβγαλε γκόμενα ο βενζινάς, που πλάκα πλάκα δεν το κοιτάς λίγο, μπα και γλυτώσουμε κανα φράγκο;
- Α να χαθείς... κρύε.

2
- Ακρίβεια βρε Θρασύβουλε... Όλα ανεβαίνουν. Εκείνη η βενζίνη πια, ούτε χρυσή να ήταν...
- Εγώ πάλι δεν το καταλαβαίνω Αγησίλαε. Και τότε ένα χιλιάρικο έβαζα, και τώρα τρία ευρώ βάζω. Πού τη βλέπεις την ακρίβεια;
- Α, καλά. Πάλι άλλαξες τα χάπια;

3
...και ξεκινάω φουλαριστός για Θεσσαλονίκη και λέω «σε 3 ωρίτσες και κάτι ψιλά θα 'μαστε πάνω». Εσύ 'σαι που το λες; Μετά το Σείριο, εκεί στην ευθεία, μπάτσος, δεξιά, άδεια - δίπλωμα και πάπαλααα...

(από nick, 26/09/08)

Βλ. και φουλάρισέ το και φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, σανιδώνω, τέζα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία