Ελάχιστα μειωτικό συνώνυμο του «άνθρωπος». Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε λαϊκό context και κυρίως σε διηγήσεις ευτράπελων, δυσάρεστων και ταλαιπωρητικών ιστοριών της καθημερινότητας.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

3 ώρες έκανα να πάω με το αυτοκίνητο από την Κολιάτσου στην Αμερικής. Τι τραβάω ο άθρωπας!

ή

Μία φορά έβαλα τρούπια κάλτσα και έτυχε να μου ζητήσουν στο αεροδρόμιο να βγάλω τα παπούτσια μου. Ρεζίλι έγινα πάλι ο άθρωπας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
acg

Επίσης και άθρωπας (κατά το έμπορας / Φίλιππας κλπ)

#2
jesus

εεε...έτσι δεν το έχει το παιδί δε θείο;;

#3
provato

jesus αυτό σκέφτηκα κι εγώ και μετά λέω «κάτι δεν έχω καταλάβει δεν μπορεί» ουφ με ανακούφισες! :-P

#4
iron

α ρε acg, πας για γυαλάκια, το βλέπω το πράμα...

#5
poniroskylo

Σχετικό και αυτό: ανθρώπας/ άνθρωπας

#6
acg

Νταξει.. Νταξει κυριε Ματζιροπουλε (που ελεγε κι ο Καλυβατσης). Γιατι το ειδα «ο» το «α» κανεις δεν ξερει. Ισως ημουν ακομη επηρεασμενος απο εκεινο το «ο» στο «γκομενο»;)