Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

-Αμα η ταγαρίτιδα γίνει οξεία....βράσε όρυζα.

#2
xaxac

μωρέ (όχι εσύ Γκατς, τρόπος του λέγειν) και περισπωμένη να είναι, πάλι βράσε όρυζα.

#3
Fotis Nitsiopoulos

και μου γινε τσάμικος ταμπάκος, επειδή ο συγκεκριμένος καπνός είναι πολύ υγρός και κολλάει κατά το στρίψιμο του τσιγάρου

#4
vikar

Και σε κάποιο ρεμπέτικο δεν ακούγεται αυτό;...