Κρίνω, βαθμολογώ εξαιρετικά αυστηρά (σχολική αργκό). Παράγωγος ρηματικός τύπος: πέφτει τσεκούρι (απρόσωπο)

  1. [...] Ζητάω αναβαθμολόγηση για την ΕΠΟ 22 όπου ο καθηγητής του Θ2 «τσεκούρεψε» στην κυριολεξία γιατί οι φοιτητές του απάντησαν με βάση αυτά που αναφέρονται στα βιβλία, τα οποία ο ίδιος θεωρεί άστοχα και όποτε έκρινε ότι δεν πρέπει να γράφονται και ως απαντήσεις στις εξετάσεις. (από φόρουμ)

  2. [...] Διδακτική μου βάλανε μόνο 52, ενώ είχα την αίσθηση ότι έχω γράψει σαφώς καλύτερα. Έπεσε άραγε τσεκούρι εκεί εσκεμμένα για να μην ανέβουν οι βάσεις; (από φόρουμ)

(από Khan, 09/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

«τσεκουρώνω» δεν θα ήταν καλύτερα; all times classic πάντως!