Όχι της Βενετίας, ούτε του Άμστερνταμ. Γενικώς κανένα κυριολεκτικό κανάλι, τουλάχιστον για τις ανάγκες του παρόντος σάιτ.

Το «κανάλι» μεταφορικά είναι η δύσκολη, κουραστική και μονότονη συγκυρία στην οποία βρεθήκαμε και πρέπει να περάσουμε. Μία παράθεση συνωνύμων ίσως διευκολύνει τον αναγνώστη να κάνει τον συνειρμό και να κατανοήσει την προτεινόμενη χρήση: περνάω κανάλι = περνάω λούκι = τρώω μανίκι. Ο κοινός παρονομαστής και των 3 είναι ότι πρόκειται για μακρόστενα πράγματα, χωρίς δυνατότητα παράκαμψης ή διαφυγής. Γενικά όχι και το καλύτερο από πλευράς άνεσης κι ελευθερίας σε σχέση, ας πούμε, με την ανοιχτή θάλασσα ή ένα αμάνικο μπλουζάκι (λέμε τώρα).

1
- Πώς πας;
- Πώς να πάω; Περνάω μεγάλο κανάλι στο γραφείο αυτές τις μέρες. Δεν έχω σηκώσει κεφάλι και δεν λέει να τελειώσει η πουτάνα η δουλειά.
- Μία απ' τα ίδια... Απίστευτο λούκι. Κι αν θες πες και τίποτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Σουστός καναλάρχα. Αλλήθεια το ac, από το acg έχει σχέση με εναλλασσόμενο ρεύμα(alternative current)

#2
acg

Ναι, σαφως. Και το g με την πλευρικη επιταχυνση;)

#3
GATZMAN

Γουάου. .....αου....ου....υ...

#4
patsis