Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
slangprof

Γαμιστερό!

#2
jesus

είναι γαλλικό, νομίζω, à volonté, αλλά δεν ξέρω αν παίζει κάτι παρόμοιο στα ιταλικά. σημαίνει ακριβώς αυτό στα γαλλικά πάντως.

#3
sarant

Γαλλικό είναι. Στα ιταλικά υπήρχε ο ηθοποιός Τζαν Μαρία Βολοντέ.

#4
iron

à volonté

#5
poniroskylo

Δες και αυτό που σημαίνει το αντίθετο: παζ αβολοντέ

#6
iwn

Από το γαλλικό a volonté που σημαίνει «κατά βούληση». Υπάρχει και παραλλαγή στη πόκα , «κούκος διπλός α βολοντέ».

#7
iron

μ' αρέσει η διακριτηκότη του χεσού: «νομίζω».

#8
Γεωργιος Νικολοπουλος

υπαρχει σαν εκφραση το= φουλ και αβολοντε που νομιζω οτι σημαινει αυτο που αναφερεται παραπανω περιπου - ακρως ανεξελεγκτο

#9
Tatum

Οντος ειναι γαλικο, στα ιταλικα ειναι a volonta.