Μάγκικος τρόπος για να πούμε οτι κάτι είναι γεμάτο, στα όρια του κορεσμού, ή υπάρχει σε πολύ μεγάλες ποσότητες. Ταυτόσημες λέξεις για τους «πολλά βαρύ και όχι» φίλους μας είναι τίγκα και μπίμπα.

  1. (Greek καμάκι σε τουρίστρια)
    - Αϊ λάβ γιού κάργα, ντού γιού λάβ μί καμπόσο;
    - Excuse me;
    - Τι εξκιούζ και ξεσκιούζ μωρή χαμούρα;

  2. (Μεταξύ νταλικέρηδων)
    - Τι έμαθα ρε Μήτσο; Τράκαρες με το Σκάνια;
    - Άστα ρε φίλε... ερχόμασταν πατημένοι απο Μαλακάσα, γλίστραγε ο δρόμος, ήμασταν και φορτωμένοι κάργα και διπλαρώσαμε σε στροφή.

  3. (Σε ύποπτο μπαράκι)
    - Τι είναι εδώ που μας έφερες ρε μαλάκα;
    - Γιατί ρε παιδιά, τι έχει;
    - Τι γιατί ρε; Κάργα στους πούστηδες είναι εδώ μέσα!

Βλ. και φίσκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
spapakons

Στα αγγλικά (και αλλές γλώσσες) cargo είναι το φορτίο, οπότε το «κάργα» σημαίνει «πολλά φορτία» (εξελληνισμένος πληθυντικός του κάργκο), και άρα «φωρτωμένο», «γεμάτο».

Επίσης σημαίνει πάρα πολύ, υπερβολικά:

- Σε γουστάρω κάργα (μέχρι τα μπούνια).