Ο άντρας (ή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που διαθέτει ψωλή). Συνηθίζεται να το λέμε στον πληθυντικό για μια αντροπαρέα (ψωλαρέοι), υποδηλώνοντας την έλλειψη γυναικείας παρουσίας.

- Ρε συ δυστυχώς η Δέσποινα έχει κανονίσει κάτι και δε θα μπορέσει να έρθει απόψε.
- Πω ρε μαλάκα, πάλι όλο ψωλαρέοι θα είμαστε;

Σχετικά λήμματα με τον πληθυντικό (ψωλαρέοι) είναι και τα αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, ψωλαρία, πουτσαρία και αρχιδαριό, πουτσοπανήγυρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Εύγε ξανά
Εδώ φαίνεται χαρακτηριστικά η λάρα(οχι η Λάρα Κρόφτ), η λάρα απο ψωλάρα.Μοιραία το μυαλό πάει στη νάρα
Και μου 'ρθε τώρα μια ιδέα(βλ. σχετικά στο Δημόσιο πρόχειρο)