Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.

-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
jaiel

Το ίδιο δε σημαίνει και το ραμολιμέντο;

#2
acg

Ναι, μονο που το δευτερο εχει σαφως καλυτερη γευση.

#3
Lexiplastria

Καλύτερη γεύση;;;;;;;; Τί εννοείς;;;;;;;;

#4
vikar

Σωστά, πές τα ρε λεξιπλάστρα. Εγώ μιά φορά προτιμάω το ραμολιδυόσμο.

#5
Επισκέπτης

Ego pali ta ramoli h ramolimenta ta leo Ramol dikh mou ekdoxh h akoma kai ramolia (tonizetai sto o) h apla mol

#6
Επισκέπτης

Tha sumfonisw me tin Afro oson afora tin ekdoxi tou <<ramol>> etsi tha mporoun kai oi xenoi na katalavoun peri tinos prokeitai kathws tha ginei mia lexi me eurews diadedwmeni ermineia. pws einai gia paradeigma to <<OK>>, <<good morning>> klp etsi tha einai kai to ramol. ex. the ramol is moving, dancing, clubing.

#7
Επισκέπτης

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το γαλλικό ρήμα (ίσως ακόμα και από παρόμοιο ιταλικό) ramollir. Εκ του επιθέτου mou/molle (μαλ(θ)ακός) = μαλακώνω, καθιστώ κάτι πιο αδύναμο.

#8
Ο ΑΛΛΟΣ

Πρακτικά σημαίνει «ξεκουτιαίνω», αν και, βάσει της ετυμολογίας, όπως λέει και το Ινκ, σημαίνει περίπου «παθαίνω μαλάκυνση» (μαλακώνω, το μυαλό μου μαλακώνει / νερουλιάζει / κουρκουτιάζει κλπ.). Το ραμολί είναι η μετοχή του ρήματος στα γαλλικά (=ξεκουτιασμένος), το ραμολιμέντο είναι το ουσιαστικό στα ιταλικά (το ξεκούτιασμα, η μαλάκυνση).

Δε νομίζω ότι χρειάζεται να του κόψουμε πολλές συλλαβές για να το καταλάβουν καλύτερα οι ξένοι.

#9
arapoglouathens

Ραμολί είναι μια συχνή έκφραση που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να υποδηλώσουν επιβαρυμένο ασθενή.

- Τι έβαλε πάλι στο χειρουργείο ο τάδε; - Ένα παππού ραμολί, θα μπλεξουμε πάλι ρε συ....