Η παράξενη συνήθεια κάποιου, με την αρνητική έννοια.

Τι χούι είναι αυτό, να τινάζεις το τσιγάρο σου όπου βρεις! Πάρε ένα τασάκι να μη λερώνεις τον τόπο!

Κακό χούι ρε γαμώ να μην χτυπάνε την πόρτα... (από MXΣ, 16/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Μια ωραία έκφραση είναι «πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά τα χούγια του».

#2
GATZMAN

Ωραίος!

#3
AN21

Το ξέρατε άραγε οτι στα πολονικά, χούι είναι η πούτσα;

#4
malakia

ετσι εξηγειται..

#5
jesus

κ στα ρώσσικα, αντουάν.

το χούι, το λούι κ το ντούι.

#6
iron

πάρτε νάχετε, όσοι το κατέχουν το ρούσκο:

Хуй αρσ. [χουγι]

  1. Πούτσος — αισχρή διατύπωση, που δεν πρέπει να προφέρουμε δημόσια.
  2. υποτιμητική αναφορά κυρίως για (άγνωστο) άνδρα

В круг вошел, взмахнул рукой.
-Ты откуда, хуй такой;

  1. ηλίθιος, μαλάκας.
  2. Κάθε αντικείμενο σε σχήμα φαλλού.
  3. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο πολύ, που ανάλογα με τον περιεχόμενο της συζήτησης μπορεί να πάρει διάφορες σημασίες που δύσκολα μπορούμε να απαριθμήσουμε.
    Η ετυμολογία της λέξης αυτής καμία φορά αμφισβητείται, πάντως πιστεύεται ότι η προέλευση δεν είναι από τη λέξη Τάταρος όπως πιστεύει ο πολύς κόσμος. Η πιο σοβαρή ένδειξη είναι ότι πρόκειται για Σλαβονική ρίζα που έδωσε επίσης τη λέξη хвоя (« βελόνες κωνοφόρων ») και τη λέξη хвост (« ουρά, σκωληκοειδής απόφυση »). Μια σλαβονική προέλευση της λέξης αυτής φαίνεται πιο πειστική, αφού εμφανίζεται στα πολωνικά και σε γραπτά κείμενα του Νόβγκοροντ πριν από τον Ταταρικό ζυγό.
    • Ας σημειώσουμε ότι η κοινή μεταγραφή στα αγγλικά είναι « huy », με αποτέλεσμα η Βελγική πόλη του Huy (επαρχιακή πόλη της Λιέγη) να γίνει ατελείωτη πηγή γέλιου για τους πονηρούς Ρώσους ομιλητές. Τα ακόλουθα κινέζικα ιδεόγραμμα κάνουν επίσης τους Ρώσους να χαμογελούν: 茴, 蛔, 彗, 诙, 隳, 洄, 虺, 恚, 缋, 蕙, 蟪, 喙, 灰, 回, 讳, 恢, 晦, 烩, 辉, 麾, 悔, 贿, 秽, 慧, 徽, 毁, 绘, 卉, 晖, 汇, 诲, 挥, 惠, 会, 荟. Προφέρονται όλα γυι hui (huī, huí, huǐ, huì) και σημαίνουν, εξάλλου, ράμφος, γκρίζος, στάχτη, περιστρέφω, ταμπού, απέραντος, σκοτεινός, σιγοψήνω, λάμπω, λάβαρο, δωροδοκία, βρομιάρης, σοφός, περιβόητος, γκρεμίζω, βάφω, βοτανώδης βοτάνων, φως του ήλιου, συμβάλλω, διδάσκω, κουνώ, καλοσύνη, συγκέντρωση. Το βιετναμέζικο ρήμα για να κινητοποιεί σημαίνει, έτοιμος να χαμογελά: huy động; και το ρήμα hủy σημαίνει καταστρέφω.

Συνώνυμες λέξεις: балда, балун, болт, буй, вафля, вентиль, генератор, голый вася, градусник, дуло, духопёр, елда, елдак, елдык, затейник, игла, кишкоправ, кляп, кнахт, кожаный движок, колбаса, колбасина, конец, корешок, коряга, косточка, красавец, крючок, кутак, лизень, малыш, махалка, монтировка, мотовило, мундштук, набалдашник, обрезок, оглобля, палец двадцать первый, палка, пачкун, паяльник, пистолет, писька, писюлёк, плешь, подсердечник, поц, репортёр, сарделька, сикулёк, сосиска, столбняк, стручок, три буквы, три весёлых буквы, трубка, убивец, уд, ферц, фиг, фига, фуй, хвост, хер, хобот, хорь, хохотуньчик, хрен, хуёк, хуишко (хуишка), хуище, ху-ху, чиж, член, шампур, шиш, шмайсер, щекотун, щуп, эклер, юлда, юлдак, ялда, ялдометр, ящерица.
Παράγωγα: дохуя, захуярить, захуячить, нахуя, нахуярить, нахуяриться, нахуячиться, нехуёво, нехуй, хуёвый, отхуяривать, отхуярить, охуевший, охуенный, охуеть, охуивать, охуительно, охуительный, похуист, похуй, расхуярить, хуеватый, хуеверть, хуёвина, хуёвина, хуёво, хуегрыз, хуеплёт, хуесос, хуета, хуетень, хуетень, хуипан, хуище, хуйло, хуйнуть, хуйня, хули, хули, хуякнуть, хуякнуться, хуярить, хуячить.

спрячь хуй!
Зашел поесть — спрячь хуй, пожалуйста, умоляю

• В хуй не дует [β χουγι νγιε ντουγιετ]: αγνοώ, δε δίνω προσοχή:

Зима! Крестьянин торжествует
Надел тулуп и в хуй не дует,
Мороз ебет, а он не чует!

• В хуй не ставить [β χουγι νγιε στаβιτ’]: δε σέβομαι ή δεν υπακούω κάποιος
• До хуя [ντο χουγια]: 1. πολύ; 2. αρκετά, ακόμα κι υπερβολικά.

Мы с приятелем на пару
Зарубили муравья.
Две недели мясо ели
И осталось до хуя!

• За хуй [ζα χουγι]: 1. Γιατί; (cf на хуй, на хуя); 2. Επειδή (σε απάντηση από το На хуй; — За хуй!).
• На хуй [να χουγι]: 1. Χρησιμοποιείται σε εκφράσεις, όπως: Да ну его на хуй — να πάει να γαμηθεί; Иди на хуй — να πας να πηδηχτείς; Пошёл на хуй — Να πας να γαμηθείς; 2. χρησιμοποιείται σαν σύντομη έκφραση, από το На хуя (cf. παρακάτω) με την ίδια έννοια — γιατί;
• На хуй послать [να χουγι ποσλατ’]: στέλνω κάποιος στο διάολο, βρίζω, αρνούμαι.
• На хуй сесть [να χουγι sest’]: πληρώνω τον τίμημα.
• На хую вертеть [να χουγιou vertet’]: αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων — κυριολεκτικά. βάζω κάποιος να περιστρέφεται γύρω από τον πούτσο του. Παράδειγμα: — Да я его на хую вертел! — « Τον έχω στα αρχίδια μου! ».
• На хуя; [να χουγια]: Για να κάνω τι;, Ποιος είναι ο λόγος — το αντίστοιχο στα αγγλικά θα ήταν — « For fucking what; ».
• Ни за хуй собачий [Νι ζа χουγι σομπаσιγι]: 1. δωρεάν; 2. ματάκια (χωρίς λόγο ή κατά τύχη) — κυριολεκτικά « φθηνότερο κι από το πούτσο του σκυλιού » Παράδειγμα: 1 — cf. поди хуево;; 2 — Помер ни за хуй собачи — « τζάμπα πέθανε ».
• Ни хуя [νι χουγια]: 1. Σε καμία περίπτωση! (διάσταση απόψεων); 2. τίποτα; — Παράδειγμα: 2. Смотрю, а в бутылке ни хуя нет — « είδα πως η μπουκάλα άδειασε’.
• Ни хуя себе [νι χουγια σγιεμπγιε]: εκφράζει την έκπληξη — μη μου πεις! τι θράσος!
• По хуй [πο χουγι]: το ίδιο είναι, χωρίς σημασία — Мне по хуй σημαίνει σχεδόν « σκασίλα μου ».
• Хуем груши околачивать [χουγιεμ γκρουσι οκολασιβατ’]: τεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα — κυριολεκτικά « κουνάω με τον πούτσο τον κορμό της αχλαδιάς για να πέσουν τα αχλάδια ».
• Хуи пинать [χουγι πινατ’]: τεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα– Κυριολεκτικά « δέρνω όλους τους πούτσους της γειτονίας ».
• Хуй в рот (жопу) [χουγι β ροτ (ζοπου)]: εκφράζει μια κατηγορηματική άρνηση.
• Хуй важный [χουγι βαζνιγι]: 1. Ένας αρχηγός, ένας υπεύθυνος ή κάθε άλλη μορφή εξουσίας 2. Άτομο με υπεροψία.
• Хуй его знает [χουγι γιεβο ζναγιετ]: κανείς δεν ξέρει
• Хуй забить, положить [χουγι ζαμπιτ’, πολοζιτ’]: αγνοώ, παραμελώ
• Хуй знает что [χουγι ζναγιετ σιτο]: 1. παράλογο, ανοησία 2. επιφώνημα που δείχνει τη εύκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο συνομιλητής.
• Хуй к носу прикинуть [χουγι κ νοσου πρικινουτ’]: σκέπτομαι όλες τις πλευρές του ερωτήματος.
• Хуй моржовый (голландский, мамин, с горы, стоптанный) [χουγι μορζοβιγι (γκολλανντσκιγι, μαμιν, ς γκορι, στοπταννιγι)]: βλάκας, ηλίθιος, γκαφατζής.
• Хуй не стоит [χουγι νγιε στοιτ]: εκφράζει την έλλειψη ενδιαφέρον, θέληση (δεν είναι ερεθιστικό).
• Хуй немытый [χουγι νγιεμιτιγι]: παραμελημένο άτομο, βρομιάρης.
• Хуй ночевал [χουγι νοσιγιεβαλ]: εξαφανίστηκε, είναι απών.
• Хуй показать [χουγι ποκαζατ’]: αρνούμαι, απορρίπτω την πρόταση.
• Хуй с ним [χουγι ς νιμ]: δείχνει την έλλειψη ενδιαφέρον για κάποιος ή κάτι (να πάει να γαμηθεί).
• Хуй тебе за щеку! [χουγι τγιεμπγιε ζα σετσεγιεκου!]: « Γλυφέ! » (με την έννοια του άντε να γαμηθείς).
• Хуй тебе на постном масле! [χουγι τγιεμπγιε να ποστνομ μασλγιε!]: Αϊ γαμήσου.

από δω

#7
deinosavros

Σπασίμπα ταβαρίτσινα Ιρονίκοβα.

#8
deinosavros

Απ' τα πολλά ρώσικα ξέχασα να πω ότι το περσικής αρχής οθωμ./τουρκ. huy σημαίνει ακριβώς την κακή συνήθεια. Και τα τούρκικα πρωτότυπα της φράσης που χρησιμοποιούμε και μεις είναι :
Can çıkar, huy çıkmaz = Η ψυχή βγαίνει, το χούι δε βγαίνει.
Huy candan sonra çıkar = Το χούι βγαίνει μετά την ψυχή.

#9
iron

μήπως τότε οι ρώσοι παραλλήλισαν τον πέοντα με την κακή συνήθεια; χμ...

#10
vikar

Ώς προς την ετυμολογία για τα ελληνικά, Τριαντάφυλλος και Μπάμπης συμφωνούν με δεινόσαυρο, απ' τους τούρκους την πήραμε τη λέξη. Το ρώσικο απο πού κρατάει, ξέρετε;

#11
MXΣ

-Хуй;
-Ουί!

(ρε μπας και είναι γαλλικό; Και βρε ironick μας, ο πέοντας κακή συνήθεια; Τι είχες στο μυαλό σου;)

#12
iron

μουά;;; οι ρώσοι καλέ!

#13
iron

(μιλώντας για χούι, τσουπ! νάτος κι ο Βίκααααρ...)

#14
MXΣ

αν ο θεός δεν ήθελε να έχουμε την κακή συνήθεια του αυνανισμού δεν θα είχαμε μακριά χέρια και δάχτυλα...

#15
gaidouragathos

Ρε τα καημένα τα οπληφόρα...

#16
deinosavros

@ Ιρονίκ : Όχι μόνο οι Ρώσοι, ο Καραϊσκάκης σε ποιόν έλεγε «Είσαι 80 χρονώ και το χούι να γαμείς δεν το κόβεις» ;

#17
Khan

To έλεγε στον Γαλάνη Μεγαπάνου, κοτζάμπαση, που παρευρέθη στην δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό. Το παραδίδει ο Κασομούλης.

#18
deinosavros

Γουστάρω ακρίβεια και άμεση ανταπόκριση.

#19
Khan

Δες κι εδώ.