Ο ευκίνητος, που τον χειρίζεσαι εύκολα. Χρησιμοποιείται για μεταφορικά μέσα όσο και για διάφορα αντικείμενα. Επίσης χρησιμοποιείται και σαν χαρακτηρισμός για τις μικρόσωμες γυναίκες, που τις χειρίζεσαι εύκολα πάνω στο κρεβάτι, σε αντίθεση με τις μεγαλόσωμες που είναι ακούνητες.

  1. Πολύ μανιτζέβελο το παπάκι που πήρα, σε 10 λεπτά είμαι στη δουλειά όση κίνηση και αν έχει. Κάνω συνέχεια σφήνες.

  2. Γνώρισα φίλε ένα μανιτζεβελάκι, κουκλίτσα. Μελαχρινό, 1.60 περίπου. Άσε, κάνει λωλά καμώματα...

Βλέπε και μαϊτζέβελο, ματζόβολο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Sailok

Υπάρχει και ως Ματζινέβελο

#2
aoratimelani

Εγώ το ήξερα «μαϊζέβελος», «μαζέβελος» και «μαζόβολος», από τον πατέρα μου κυρίως.

Διαβάζω στη Λεξιλογία ότι είναι από το ιταλικό maneggevole «διαχειρίσιμος».

#3
jesus

η μετάφρα του ιταλικού μου κάνει περισσότερο προς «χειρίσιμος», που κολλάει κ καλύτερα

#4
σφυρίζων

Manageable