Αυτός/-ή που είναι δήθεν. Που παριστάνει τον κάποιο/την κάποια.
Βγαίνει από το και καλά, με αλλοίωση του καλά σε καλούα από το ομώνυμο ποτό.

- Μιλάνε για συγκροτήματα ενώ δεν έχουν ιδέα από μουσική οι φλώροι...
- Άσε μωρέ τους καικαλούες..

KAI... (από Vrastaman, 13/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία