Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Το λεξικό Φυτρόπουλος-Τεγάκη περιλαμβάνει την λέξη κάνει αναφορά σε συγγένεια με αλισίβα (σταχτόνερο) εκ του λατιν Lixivia....

#2
xalikoutis

χμμμ, αυτή η λέξη με έχει μπερδέψει κι εμένα κατά καιρούς....σίγουρα είναι το ζαχαροπλαστικό, αλλά είναι και άλλα...

αφενός αυτό που λέει ο βράστα, που χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο (το οποίο μπερδεύει το πράμα με την αλουσιά ως απλυσιά) αλλά και

η καυστική ποτάσα μέσα στην οποία εμβαφτίζουν τη σταφίδα (σουλτανίνα) πριν την απλώσουν να ξεραθεί - στους κάμπους του νομού Ηρακλείου αυτό, όπου και σύμφωνα με το ανατολικοκρητικό ιδιώμα προφέρεται αλουshά κάπως. Δεν ξέρω αν το σταχτονέρο ήταν αυτό που χρησιμοποιούσαν πριν τα χημικά κι έτσι έμεινε, ή αν ακόμα χρησιμοποιείται, αφ' εαυτό ή ως συστατικό του μίγματος

αατα είπα;

#3
iron

μια λέξη, χίλια λόγια

#4
iron

το λένε άραγες και αλλού;

#5
GATZMAN

Αυτή η λέξη δε θα άρεσε στο Ράλλη, που φώναζε απ' το μπαλκόνι:Ζε σέλω ου
Στον ενικό έχει 5ου(μουστουκούλουρου)

#6
Vrastaman

Του μουστουκούλουρου μου. 7.

#7
GATZMAN

Ωπ. Ο Βράστα λανσάρει νέα γλώσσα

#8
Ο ΑΛΛΟΣ

@Ειρων.: Ναι, στην Καρπαθο. Με την ίδια έννοια: στάχτη που χρησιμοποιείται κάπου (όχι έτσι γενικά η στάχτη).

#9
xalikoutis

να και μια ριζιτικάρα

Δώδεκα χρόνους έκαμα βοσκός στο Σαλονίκι,
Κι η βοσκική μ’ ιντά ‘τονε; Κορίτσια εννιά χιλιάδες.
Χώρια εμέτρου τσι ξανθές, χώρια τσι μαυρομάτες,
Χώρια τσι γαϊτανόφρουδες και τσ’ αλισοπλεμένες.
Μα διάκοψέ μου μιαν ξανθιά, το φιόρε τση καρδιάς μου.

#11
knasos

Α και ωραίο το τρίβια στο παράδειγμα.

#12
iron

Είναι η αλυσίβα τελικά, οπότε έγραψα παπαριές καμαρωτές επάνω. Άσε που το έχει και το ΛΚΝ...

Επίσης το λένε και στη Χίο, στη Σάμο, στην Τήνο, άρα είναι διαδεδομένο. Σήμερα πια, καθότι της μοδός η κρητική κουζίνα, έχουμε εξοικειωθεί ακόμα περισσότερο με τη λέξη.