Το κοίλο μέρος του ναργιλέ ή του τσιμπουκιού (με την πρωταρχική έννοια, αμάν πάλι στο πονηρό πήγε το μυαλό σας!), όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. Επίσης, η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο και το χασίς. Είναι τουρκική λέξη.

-Όταν γκαπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Vrastaman

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Σημαντικό λήμμα, φορέας μιας μεγάλης παρανόησης από πολλούς ημιμαθόμαγκες, που νομίζουν ότι λουλάς είναι ο ναργιλές. Καλό που το ξεκαθαρίζεις.