Είναι το παλικάρι που έχει κάνει τη μαλακία δουλειά και διασκέδαση: όποτε βρει ευκαιρία, κοπανάει και μία στα γρήγορα (το κοπανάει είναι ενδεικτικό του υπερβάλλοντος ζήλου του)... Μεταφορικά πάλι, η λέξη δηλώνει αυτόν που συμπεριφέρεται σαν να τον έχει βαρέσει η πολλή μαλακία (ή αλλιώς το πολύ ψωλοκοπάνημα) στο κεφάλι.

Εντάσσεται στην μακρά σειρά συνωνύμων της εθνικής μας λέξης, μαζί με τα ψωλοβρόντης, πεοκρούστης, τρόμπας, αυνάνας κτλ.

(Πονηρογλειφο)γλωσσολογικά μιλώντας, όλη η μαγεία της λέξης βρίσκεται στην μακρά κατάληξη -ης, που προκαλεί αναβιβασμό του τόνου στην παραλήγουσα (σε αντίθεση με το ομόρριζο ψωλοκόπανος). Επίσης δημιουργεί και πολύ ωραίο τύπο πληθυντικού: οι ψωλοκοπάνηδες.

  1. - Ρε τι μου έλεγε χθες ο Νίκος... Τραβάει λέει τρεις μαλακίες την ημέρα, γιατί αλλιώς δεν την παλεύει!
    - Ακόμα;; Μια ζωή ψωλοκοπάνης!!

  2. - Πάμε για καμιά μπύρα το βράδυ;
    - Τώρα μου το λες; Έχω κανονίσει με τα παιδιά! Άμα θες έλα...
    - Άσε, τους βαριέμαι αυτούς τους ψωλοκοπάνηδες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Ψωλοκοπάνα είναι επίσης όταν το σκάς απ' τη δουλειά (ή, για τους νεώτερους, απ' το μάθημα) για τα ευτοερεθιστείς.