Ο μαστροπός. Τουρκική λέξη για τον «δικηγόρο». Μεταφορικά, όποιος εμφανίζεται ως προστάτης ενός χώρου με το αζημίωτο.

Οι ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε νταβατζή του πλανήτη.

Έχουν γίνει νταβατζήδες του συνδικαλιστικού κινήματος.

(από vikar, 02/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Στα τούρκικα, dava=νομική υπόθεση, αγωγή, davaci (νταβατζή)=ο ενάγων, ο μηνυτής και davali (νταβαλή)=ο κατηγορούμενος. Ο δικηγόρος είναι avukat.

#2
Hank

Να υποθέσω ότι στα τουρκικά τα λεφτά που πληρώνεις για μια δίκη λέγονται «νταβατζιλίκι»;

#3
Dirty Talking

Με την ευκαιρία, το νταβαντούρι από εκεί βγαίνει κι αυτό;

#4
deinosavros

Οι Κλέφτες, στη γλώσσα τους, αποκαλούν τον Κλεπταποδόχο Νταβατζή.

(Πετρόπουλος, Εγχειρίδιο )

[I]Κι όταν θα ρίξω και καμιά ρεζέρβα που τη λέμε
την πάω για τον νταβατζή κι αμέσως κονομιέμαι.[/I]

(Μιχ. Γενίτσαρης, Ο Σαλταδόρος ).