Από το τουρκικό [bakir] χαλκός.

Αφορά αρσενικά που σκοπό έχουν να καλοπερνάνε και να μην δεσμεύονται. Συνήθως κυκλοφορούν σε ομάδες για καφέ ή ποτό.

Η ονομασία προήλθε, επειδή η ηλικία τους έχει περάσει κατά πολύ συνήθως την χρυσή εποχή της εφηβείας και βρίσκονται στην εποχή του χαλκού.

Πήγαμε σε ένα κλαμπάκι και γινόταν πατείς με πατώ σε από μπακούρια! Ούτε ένα μουνί για δείγμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Νομίζω ότι μια τουρκική λέξη που γράφεται το ίδιο σημαίνει «παρθένος» και από κει βγαίνει και το «μπακούρι». Αυτό που γράφεις έχει σχέση με το «μπακούρι»; Πονηρόσκυλο θα τοποθετηθείς;

#2
Επισκέπτης

δεν ξέρω για παρθένος αλλά σίγουρα σημαίνει χαλκός. εξ ου και τα μπακιρένια σκεύη. ευχαριστώ πάντως για σχόλιο.

#3
Hank

Σωστός! Την είχα ξεχάσει την λέξη «μπακιρένιος»! Πολύ συνηθισμένη.

#4
aoratimelani

Ο Μπαμπινιώτης το ετυμολογεί όχι από το bakir που σημαίνει χαλκός, αλλά από το ομόηχό του bakir που σημαίνει παρθένος, ανέγγιχτος. Νομίζω ότι είναι αρκετά πειστικό, η ερμηνεία με την «χάλκινη» ηλικία είναι κάπως τραβηγμένη νομίζω.

#5
iaravit

Υπάρχει και το εβραϊκό "μπαχούρ" που χρησιμοποιείται για τον νεαρό άνδρα, αντίστοιχα "μπαχουρά" για τη νεαρή γυναίκα, τη "νεαρά". "Μπακούρης" είναι λοιπόν ο άγαμος, ο ανύμφευτος.

Πολλές φορές θεωρούμε ότι η προέλευση τέτοιων λέξων στα ελληνικά είναι τουρκική, ενώ συχνότερα είναι αραβική (ή και αραμαϊκή)