1. Aνακατεμένα μουνιά από λεσβίες, γνωστά και ως πλακομούνια.

  2. Κατάσταση που βρίσκεται κάποιος, όταν είναι πηδήκουλας και μπερμπάντης.

  1. Βρέθηκα στο σπίτι της Σούλας και ήρθαν αργά και κάτι φίλες. Μετά το πιόμα πήρα ένα οφθαλμόλουτρο από μπερδεψομούνια, άλλο να σου λέω και άλλο να το βλέπεις!

  2. Ποιος σου μαύρισε το μάτι; - Άστα τι να σου λέω. Με έπιασε στα πράσαη δικιά μου με το άλλο το μωρό και έγινε η φάση πολύ μπερδεψομουνιά!

(από xalikoutis, 07/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Μήπως πρέπει να ανεβεί κι ένα άλλο λήμμα; τα μπερδεψομούνια ... Το πρώτο παράδειγμα προς τα κεί δείχνει.

#2
Επισκέπτης

σωστή παρατήρηση. τα μπερδεψομούνια κάνουν μπερδεψομουνιά. το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο απολαυστικό και για τις συμμετέχουσες και για τους θεατές!!