Το καρναβάλι είναι η εορταστική περίοδος της αποκριάς (λατινικά carnem levare= εξαφανίζω το κρέας) που παραπέμπει σε κατάσταση διασκέδασης χωρίς τελειωμό.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται, για να περιγράψει άνθρωπο γελοίο, που δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά αυτά που λέει, τον τρόπο που συμπεριφέρεται ή ακόμη και τον τρόπο που ντύνεται.
Επίσης περιγράφει και καταστάσεις που είναι για γέλια λέγοντας ότι είναι για τα καρναβάλια.
Την είδες πώς ήρθε η Βούλα για καφέ; Σκέτο καρναβάλι! Αμ εκείνος ο κότσος πάνω στο κεφάλι της τι σου έλεγε! Πρέπει να τραβήξει την προσοχή και στο τέλος καταντάει για τα καρναβάλια!
5 σχόλια
Vrastaman
Επίσης «καρνάβαλος» στο ίδιο context
Επισκέπτης
Στην Πάτρα κυκλοφορεί και η έκφραση: ''πρόσεξε γιατί θα σε αντικαταστήσουν με τον βασιλιά καρνάβαλο'' υπονοώντας οτι λες τέτοιες μπαρούφες που αξίζουν να σε κάνουν ολοκαύτωμα όπως το άρμα του βασιλιά καρνάβαλου που γίνεται πανηγυρικά στάχτη.
Hank
Very important lemma!
knasos
Ήρθες πάλλλλι πατρινό καρναβάλλλλλλλι! (Τα πολλά λ είναι το τσιριχτό λ που πάει με το τσιριχτό νι, όχι το παχύ σαλονικιώτικο.)
Galadriel
@vip: σούπερ λήμμα, άλλο ένα που απορώ πώς δεν υπήρχε ήδη! (και επίκαιρο εδώ που τα λέμε)
@knasos: το λι το πατρινό, το πυργιώτικο και γενικώς το πελλοπονησιακό με το σπάσιμο μέσης, αποδίδεται στον γραπτό λόγο με διάφορους τρόπους όπως -λιιιε, -λjι κλπ. Όπως λέμε: -Γιάννιιιε, ένα Τζόνιιιε με πάγο μου βάνιιες ρε μαλάκα;
-Ολυιιιεμπιακάρα!
-Με το νίιιε και με το λίιιε μου, στολίιιεζω την φωνίιιε μου
Σο, πατρινό καρναβάλιιιε για πάντα!!!