1. Κλητική που χρησιμοποιείται για κάποιον με συμπεριφορά μπάρμπα-Μπρίλιου, με την ειδική αλλά και ευρύτερη έννοια.

  2. Επίσης, ως αστεία φιλική προσφώνηση.

  3. Επίσης, ως συνώνυμο του «θεϊκό» κατά την παλαιά σημασία του.

  1. Πού πας ρε θείο με 40 χλμ την ώρα στην αριστερή λωρίδα;

  2. Θείο, τι λήμμα ήταν αυτό που ανέβασες;

  3. Ξάπλωσε το θείο κορμί της στην ξαπλώστρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Σιγά ρε θείο, θα χυθει το γάλα!

#2
Επισκέπτης

Χρησιμοποιείται βέβαια και φυσιολογικά (όχι σλάγκικα) ως κλητική για το θείο μας, αντί «θείε». Γιατί;
Γιατί σε ορισμένους συγγενείς μας, η λέξη που δηλώνει τη συγγένεια αντικαθιστά το όνομα. Επομένως ο ομιλητής εκλαμβάνει το «θείος» ως όνομα, και το κλίνει σύμφωνα με τη γραμματική των κύριων ονομάτων, τα οποία αν είναι παροξύτονα σε -ος κάνουν κλητική σε -ο και όχι -ε, π.χ. Πέτρο, Μάνο, Χρήστο.

#3
vikar

(Αμάν, τον βρικολακιάσαμε για τα καλά τον κυρ-Τζάρτζανο...)

#4
xalikoutis

Αχιλλέα, αν εσύ έγραψες και το σχόλιο στο κολοκύθια τούμπανα οι υποθέσεις και οι εξηγήσεις σου τα σπάνε! Κάτσε, μη στέκεσαι όρθιος (κάνε λογαριασμό κ.λπ.).

#5
vikar

(Κάτσε ρε χαλικούτης, κι' άμα είναι ο άλλος, ο τραβάτε με κι' ας κλαίω;...)

#6
xalikoutis

αχόμα χαλύτερα!

#7
vikar

(Βρε θα τό 'χεις κρίμα στο λαιμό σου, όχι τίποτ' άλλο...)