Από το τούρκικο: batirmak= βουλιάζω.
Ο απένταρος, οικονομικά κατεστραμμένος, βουλιαγμένος στα χρέη, έχω μπει μέσα με τα τσαρούχια.
Παλαιάς κοπής σλανγκιά που έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον..
Συγγενικά = η μπατίρω, το μπατιράκι.

Μπατίρη με κατάντησες
στους δρόμους να γυρίζω
[κι απόξω από την πόρτα σου
μόρτικα να σφυρίζω.]x2

Παλάτια έχασα πολλά
για τα γλυκά σου μάτια,
[με πλάνεψαν το φουκαρά
και μ' έκαναν κομμάτια.]x2

Μέσα στην τόση συμφορά
οι φίλοι με γελούνε,
[μπατίρη με φωνάζουνε
και με κατηγορούνε.]x2 |

(Β.Τσιτσάνης)

Η Βουγιουκλάκη (Πίπης) ως αλητάκι-μπατιράκι (από GATZMAN, 22/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία