Το μούτρο, η μούρη.

- Θα βγούμε απόψε μωρό μου;
- Μπά θα βγώ με τα μουτσούνια...

- Πού'σαι μούτρο;
- Πού'στε μουτσούνια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Galadriel

Απειλή στην Ηλjεία: «Θα σου σπάσω τα μουτσούνια ρε». Δεν ακούγεται πολύ φλώρικο γμτ; χαχαχαχαχ

#2
GATZMAN

Ωπα! Αν δεχτούμε πως το μουτσούνι μπορεί να προέρχεται από τη λέξη μούτσος, που απ' ότι είδα παίζει και εκτός Κύπρου (συγκεκριμένα το άκουσα στη Σκιάθο, τις προάλλες), τότε τα μουτσούνια μπορεί να τα πεις και τσουτσούνια. Κατα κάποιο τρόπο μιλάμε πάλι για μούρη, αφου σχετίζεται με το κάτω κεφάλι

#3
Galadriel

Ρισπέκτ αγόρι μου, είσαι άρρωστος αχχαχαχαχ

#4
GATZMAN

!

#5
Hank

Το πτυχίο που πήρες από Πούτσεστερ (Δρ Βρασταπόπουλος) μήπως ήταν στους συνειρμούς;

#6
GATZMAN

πόσα ξέρεις; πόσα ξέρεις;

#7
HODJAS

Στην Πάτρα το «μουτσούνι» ή «μουσούδι», είναι φιλική προσφώνηση για «μούτρο», «φάτσα», «ατσίδα» κλπ.
Στη Νάουσσα Ημαθίας λέγεται «μούτσκα».

#8
patsis

Όσο για την Νάουσα, μήπως το μπερδεύεις με το σλαβικό μάτσκα (мачка) που σημαίνει γάτα; Στη μεταφορική χρήση της μπορεί να αντικαταστήσει το «μούτρο», ως εξής:

Μεγάλο μούτρο είσαι = Μεγάλη μάτσκα είσαι (κυριότατα με θετική χροιά και συνήθως χαϊδευτικά).

#9
HODJAS

Όχι Πάτσμαν-μπόη!
Το έχω ακούσει αυτούσιο ως «θα στο πολεμήσω στη μούτσκα» (=θα στο πετάξω στα μούτρα).
Για το γου+α=γα / του+α=τα, όλο μαζί παιδιά «μάτσκα!» έχω ακούσει τη σχετική ιστορία απο φίλο που την έζησε στο σχολείο του.
Η Νάουσσα έχει μεγάλο λαογραφικό ενδιαφέρον, κυρίως η διάλεκτος των Σιακάδων.

#10
electron

φοβερή έκφραση πάντως, προερχόμενη από τη μουτσούνα.μουτσούνι είναι η «μουτσουναριά»
Ο όρος πάντα χρησιμοποιείται περιπαικτικά. (τι μουτσουναριά είναι αυτός ο φίλος σου ρεεε! μεγάλη μορφή). Επίσης χρησιμοποιείται για την μάσκα του μασκαρά. Δηλαδή φοράω μια μουτσουναριά. Και καμμιά φορά για το εμπρός τμήμα του αυτοκινήτου (Ασε, στούκαρα χθες, κι έκανα σύσκατη τη μουτσουναριά)

#11
takoulis

Στους φιλολογικούς κύκλους των Πατρών συνηθίζεται και σαν συνθετικό, όπως για την καταμουτσουνιά (κατακεφαλιά) ή γαλλιστί ντεμουτσουνέ.