Παρέα μόνο από γυναίκες.

Λέγεται συνήθως από ύπανδρες γυναίκες που, έχοντας μπουχτίσει από την συνοδεία των συζυγάτων τους και ίσως και την παρουσία πολλών αρσενικών στην δουλειά τους που τις πρήζουν τα συκώτια, κανονίζουν έξοδο διασκέδασης χωρίς αντρική παρουσία.

- Τι θα κάνουμε το βράδυ κορίτσια; Θα πάμε για ένα ποτάκι; - Θα πάμε όλοι παρέα; - Όχι, λέω να πάμε γυναικωτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vip

Το λήμμα το θυμήθηκα από alibaba και τον ευχαριστώ

#2
iliopkostas

Χμμμ προσωπικά το ξέρω σαν γυναικάτο (κατά το συνδικάτο). Γυναικωτός είναι ο άντρας φούστα, μπλούζα, ελαφριά πούδρα

#3
vikar

Όπως λέει κι' ο ιλιόπκοστας, η κατάληξη -άτο είναι που σχηματίζει συνήθως τέτοια περιληπτικά ουσιαστικά. Το επίθημα -ωτό εδώ, έτσι πρόχειρα, θά 'λεγα οτι το πάει περισσότερο προς «χαρακτηριστική ιδιότητα», και δέν σχηματίζει ουσιαστικό αλλα επίθετο (όχι το γυναικωτό αλλα γυναικωτός, γυναικωτή, γυναικωτό) που χρησιμοποιείται ώς κατηγορούμενο (όπως λέμε αντίστοιχα «τον πιάσαν τσακωτό», «τον έβγαλαν σηκωτό» και τέτοια).

Φαίνεται και στο παράδειγμα της βίπ άλλωστε οτι γυναικωτό δέν σημαίνει τόσο «παρέα μόνο απο γυναίκες» δέν θά 'λεγες πιχί το μπάρ χθές είχε μόνο ένα γυναικωτό, δηλαδή «το μπάρ χθές είχε μόνο μιά γυναικοπαρέα» όσο απλά «(μόνο) γυναίκες» --το μπάρ χθές ήταν φούλ γυναικωτό, δηλαδή «το μπάρ χθές ήταν φούλ γυναίκες».

Πάντως δέν την έχω ακούσει προσωπικά τη λέξη μέχρι τώρα.